-
1 παλαιότατος
παλαιόςold in years: masc nom superl sg -
2 παλαιός
πᾰλαιός, ά, όν, [dialect] Aeol. [full] πάλαος Eust.28.33, Epigr.Gr.992 ([place name] Balbilla); [dialect] Boeot. [full] παληός EM32.6; [dialect] Lacon. [full] παλεός (v. infr.): regul. [comp] Comp. and [comp] Sup.Aπαλαιότερος Pi.N.6.53
, Th.1.1 codd.,παλαιότατος Pl.Ti. 83a
, etc.: more freq. παλαίτερος, παλαίτατος (from πάλαι), Pi.P.10.58, N.7.44, Th.1.4, etc. [The penult. is sts. short in Poets, S.Fr. 956 (s. v. l.), E.El. 497, Damocr. ap. Gal.13.1049; ; in these places παλεός (a form mentioned by Hdn.Gr.2.909, cf. Theognost.Can.50.3, Sch.Ar.Lys. l. c., Suid., and corroborated by the Pap. (iv B. C.) of Timotheus (v. παλεομίσημα, παλεονυμφάγονος)) may be retained or restored).]:I old in years,1 mostly of persons, aged,ἢ νέος ἠὲ παλαιός Il.14.108
;νέοι ἠδὲ παλαιοί Od.1.395
, cf. Epicur.Ep.3p.59U.;παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς Il. 14.136
; π. γέρων, π. γρηῦς, Od.13.432, 19.346, cf. Ar.Ach. 676;χρόνῳ π. S.OC 112
;ἐν παλαιτέροισι Pi.N.3.73
;ἔνθα δὴ παλαίτατοι θάσσουσι E.Med.68
: in bad sense, a dotard (μωρός Hsch.
, butσκώπτης Suid.
), Ar.Lys. 988.2 of things,οἶνος Od.2.340
; νῆες.. νέαι ἠδὲ π. ib. 293;τρὺξ π. καὶ σαπρά Ar.Pl. 1086
; [τριήρεις] π. ἀντὶ καινῶν Lys.28.4
; ;σπέρματα Thphr.HP7.1.6
.II of old date, ancient,1 of persons, ξεῖνος π. an old guest-friend, Il.6.215, cf. S.Tr. 263, E.Alc. 212;Ἴλου παλαιοῦ Il.11.166
;κέρδεα.. οἷ' οὔ πώ τιν' ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν Od.2.118
; ;οἱ πάνυ π. ἄνθρωποι Pl.Cra. 411b
; οἱ π. the ancients, Th.1.3;π. ἡμερῶν LXX Da.7.9
.2 of things,λέκτρον Od.23.296
;παλαιά τε πολλά τε εἰδώς 7.157
;καινὰ καὶ π. ἔργα Hdt.9.26
; (lyr.);κατὰ τὸ νόμιμον τὸ π. καὶ ἀρχαῖον Lys.6.51
;κατὰ τὸν π. λόγον Pl.Grg. 499c
;ἡ π. παροιμία Id.R. 329a
;παλαί' ἂν [εἴη], ἐξ ὅτου S.Ph. 493
;παλαιᾷ σύντροφος ἁμερᾷ Id.Aj. 622
(lyr.); of places, A.Pers.17 (anap.), S.El.4, etc.; καιροὶ π. ancient times, PPetr.2p.15 (iii B. C.); τὸ π. as Adv., anciently, formerly, A.Pers. 102 (lyr.), Hdt.1.171, Pl.Cra. 401c, etc.; ἐκ παλαιοῦ from of old, Hdt. 1.157;ἐκ π. ἐχθρὸς ὢν αὐτοῦ Antipho 2.1.5
;ἐκ τῶν παλαιῶν Herod.2.102
; ἐκ παλαιτέρου from older time, Hdt.1.60;ἐκ παλαιτάτου Th.1.18
; also εὐθὺς ἀπὸ παλαιοῦ ib.2; ἀρχαῖα καὶ παλαιά joined, D.22.14, cf. Lys. (v. supr.); .3 of things, also,a in good sense, venerable, held in esteem, like Lat. antiquus, .b in bad sense, antiquated, obsolete,κωφὰ καὶ π. ἔπη S.OT 290
.c π. δρᾶμα a drama which has been previously acted, SIG1078 lxxxvii (Athens, iv B. C.).III Adv. παλαιῶς in an old way,τὰ καινὰ π. διδάσκειν Socr.Ep.30.9
: [comp] Comp. παλαίτερον at an earlier time, D.H.8.57, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιός
-
3 πρέσβυς
A , Ar.Th. 146:— old man (poet. for prose πρεσβύτης), in this sense only used in nom., acc., and voc.,ὁ π. Πόλυβος S.OT 941
;Φοῖνιξ ὁ π. Id.Ph. 562
;δριμὺς π. Ar.Av. 255
(lyr.);πατέρά πρές βυν S.Ph. 665
; , 1121;ὦ πρέσβυ E.
l. c., Ar. l. c.;ὁ π.
the elder,A.
Ag. 184 (lyr.), 205 (lyr.), 530; cf. πρέσβα, πρέσβειρα, πρεσβηΐς, πρέσβις: pl. πρέσβεις, elders, three times in Trag., always voc. (v. infr. 111), A. Pers. 840, S.OT 1111, E.HF 247; for πρεσβῆ, πρεσβῆες, πρισγεῖες, v. πρεσβεύς: [comp] Comp. and [comp] Sup. are the only forms found in Hom., [comp] Comp. πρεσβύτερος, α, ον (lateπρεσβυτερωτέρα PLond.2.177.15
(i A. D.)), elder, Il.11.787, 15.204, Hdt.2.2, etc.; πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ by more than a year, Ar.Ra.18; πρεσβυτέρα ἀριθμοῦ older than the fit number, Pi. Fr. 127; βουλαὶ πρεσβύτεραι thy counsels wise beyond thy years, Id.P.2.65;γνώμη π. τῆς ἡλικίας D.H.5.30
;οἱ σοφοὶ καὶ π. Arist.EE 1215a23
; of animals, Id.HA 546a7;ἵππος π. ἤδη ὤν
rather old,PCair.Zen.
225.8 (iii B. C.); alsoδένδρα π. Thphr.CP1.13.8
; ἐπὶ τὸ π. ἰέναι become older, Pl.Lg. 631e;ἵνα μὴ π. ὢν ῥέμβωμαι
in my old age, PCair. Zen.447.9
(iii B. C.): [comp] Sup. πρεσβύτατος, η, ον, eldest, Il.4.59, 11.740, Hes.Th. 234, etc.;π. γενεῇ Il.6.24
; as a term of respect,ἐγὼ παλαιότατός εἰμι σὺ δὲ π. Plu.Nic.15
; of animals, Arist.HA 546a4, al.: for the poet. forms πρέσβιστος, πρεσβίστατος, v. πρέσβιστος, and cf. πρεῖγυς.2 [comp] Comp. and [comp] Sup., of things, more or most important, taking precedence, esp. πρεσβύτερόν τι (or οὐδὲν) ἔχειν deem higher, more important, ; (lyr.);ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ.. Pl.Smp. 218d
;πρεσβύτατον κρἰναί τι Th. 4.61
; merely of magnitude, πρεσβύτερον κακοῦ κακόν one evil greater thananother, S.OT 1365 (lyr.);χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Pl.Lg. 717b
. Adv., , cf. Jul. Or.4.132c.II = πρεσβευτής, ambassador, in nom. sg. only cj. in A. Supp. 727 (v. πρέσβη) and in Prov. ap. Sch.Il.4.394 (v. πρέσβις (A)); gen.πρέσβεως Ar.Ach.93
(at end of line);πρέσβεος Choerob. in Theod. 1.233
: dual πρέσβει (written πρεσβε) IG12(1).977.45,57 (Carpathos, iv B. C.): pl. πρέσβεις, [dialect] Dor. un[var] contr. πρέσβεες ib.14.952.11 (Acragas, iii B. C.) (at first more freq. than πρεσβευταί (q. v.)), Ar.Ach.61, IG12.52.1, 22.1.20, al., D.19.183; acc.πρέσβεις IG12.46.24
, Foed. ap. Th.4.118, X.HG4.8.13; gen. πρέσβεων, dat. πρέσβεσι, Ar.Ach.76,62, IG22.1.7.III at Sparta a political title, president, τῶν ἐφόρων ib.5(1).51.6, 552.11; νομοφυλάκων ib.555b19; βιδέων ib.556.6; συναρχίας ib.504.16; τῆς φυλῆς ib.564.3; [ σφαιρέων] ib.675.5; gen. sg. πρέσβεως ib. 504.16, al.2 [comp] Comp. πρεσβύτερος, elder, alderman, (ii A. D., pl.), cf. POxy.2121.4 (iii A. D.), etc.;ἐκρίθημεν ἐπί τε Νουμηνίου καὶ ἐπὶ τῶν π. PCair.Zen.520.4
(iii B. C.), cf. UPZ124.22, 36 (ii B. C.); τοῖς ἱερεῦσι καὶ ( both)τοῖς π. καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσι OGI194.3
(Egypt, i B. C.); οἱ π. τῶν ὀλυροκόπων ib.729 (Alexandria, iii B. C.);π. τῶν γεωργῶν PTeb.13.5
(ii B. C.);π. γέρδιοι IGRom.1.1122
(Theadelphia, ii A. D.); τέκτονες π. ib.1155 (Ptolemaïs Hermiu, i A. D.): elder of the Jewish Sanhedrin, Ev.Matt.16.21, etc.; later, elder of the Christian Church, presbyter, Act.Ap.11.30, 20.17, 1 Ep.Ti.5.19, POxy.1162.1 (iv A. D.), etc.; of the Apostles, 2 Ep.Jo.1.1, 3 Ep.Jo.1.1.IV wren, Arist.HA 609a17, 615a19, Hsch.; cf. σπέργυς. (-βυ-, Cret. - γυ- (in πρεῖγυς), cogn. with Skt. -gu in vanar-gú- 'one who lives or moves in the forest', Lith. žmogùs 'man' (lit. 'one who moves on the ground'); πρες- cogn. with Lat.prae, pris-tinus; the oldest sense of π. is 'going in front, taking precedence'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρέσβυς
См. также в других словарях:
παλαιότατος — παλαιός old in years masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
παμπάλαιος — η, ο (ΑΜ παμπάλαιος, ον) πάρα πολύ παλιός, παλαιότατος, αρχαιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + παλαιός] … Dictionary of Greek
πρεσβύτερος — η και έρα, ο / πρεσβύτερος, έρα, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, ίδος, Α [πρέσβυς] 1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτερος εκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που… … Dictionary of Greek
προαδαμιαίος — α, ο, Ν αυτός που υπήρξε πριν από τον Αδάμ, παλαιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + Αδάμ + κατάλ. ιαίος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Π. Σούτσο] … Dictionary of Greek
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κατακλυσμιαίος — α, ο παλαιότατος, παμπάλαιος: Βρήκαν απολιθώματα κατακλυσμιαίων ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)