Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παλαιστρικός

См. также в других словарях:

  • παλαιστρικός — παλαιστρικός, ή, όν (Α) [παλαίστρα] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παλαίστρα 2. παλαιστικός. επίρρ... παλαιστρικῶς (Α) με παλαιστρικό τρόπο, όπως γίνεται στην παλαίστρα …   Dictionary of Greek

  • παλαιστρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικά — παλαιστρικός of neut nom/voc/acc pl παλαιστρικά̱ , παλαιστρικός of fem nom/voc/acc dual παλαιστρικά̱ , παλαιστρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικώτερον — παλαιστρικός of adverbial comp παλαιστρικός of masc acc comp sg παλαιστρικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικῶν — παλαιστρικός of fem gen pl παλαιστρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικόν — παλαιστρικός of masc acc sg παλαιστρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικαί — παλαιστρικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικοῖς — παλαιστρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικοί — παλαιστρικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικῆς — παλαιστρικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικῇ — παλαιστρικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»