-
1 παλαιστρικος
31) любящий искусство борьбы, имеющий влечение к борьбе Arst.2) касающийся борьбы(ἐπιστήμη Arst.)
3) Plut. = παλαιστικός См. παλαιστικος -
2 παλαιστρικός
παλαιστρικός, was den Uebungsplatz betrifft, nach Phryn. spätere Form für παλαιστικός, Arist. categ. 8, 26. – Adv., Schol. Ar. Vesp. 1206.
-
3 παλαιστρικός
παλαιστρικόςof: masc nom sg -
4 παλαιστρικός
-
5 παλαιστρικός
A of or for the wrestling-school, Alex.325; . Adv. - κῶς after the manner of the palaestra, Sch.Ar.V. 1206.II later confounded with παλαιστικός, Plu.2.639f, Sor.Fasc.51, Gal.6.158, Hierocl. in CA16p.456M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιστρικός
-
6 παλαιστρικά
παλαιστρικόςof: neut nom /voc /acc plπαλαιστρικά̱, παλαιστρικόςof: fem nom /voc /acc dualπαλαιστρικά̱, παλαιστρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 παλαιστρικώτερον
παλαιστρικόςof: adverbial compπαλαιστρικόςof: masc acc comp sgπαλαιστρικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
8 παλαιστρικόν
παλαιστρικόςof: masc acc sgπαλαιστρικόςof: neut nom /voc /acc sg -
9 παλαιστρικαί
παλαιστρικόςof: fem nom /voc pl -
10 παλαιστρικοί
παλαιστρικόςof: masc nom /voc pl -
11 παλαιστρική
παλαιστρικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 παλαιστρικήν
παλαιστρικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 παλαιστρικών
-
14 παλαιστρικῶν
-
15 παλαιστικός
παλαιστικός, zum Ringen gehörig; ἡ παλαιστικὴ τέχνη, die Ringerkunst, Paus. 1, 19, 3; – ὁ παλαιστικός, der geschickte Ringer, Arist. rhet. 1, 5 u. A.; nach Phryn. 242 die ältere Form für παλαιστρικός.
-
16 παλαιστρική
-
17 παλαιστρικῇ
-
18 παλαιστρικής
-
19 παλαιστρικῆς
-
20 παλαιστρικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παλαιστρικός — παλαιστρικός, ή, όν (Α) [παλαίστρα] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παλαίστρα 2. παλαιστικός. επίρρ... παλαιστρικῶς (Α) με παλαιστρικό τρόπο, όπως γίνεται στην παλαίστρα … Dictionary of Greek
παλαιστρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρικά — παλαιστρικός of neut nom/voc/acc pl παλαιστρικά̱ , παλαιστρικός of fem nom/voc/acc dual παλαιστρικά̱ , παλαιστρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρικώτερον — παλαιστρικός of adverbial comp παλαιστρικός of masc acc comp sg παλαιστρικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρικῶν — παλαιστρικός of fem gen pl παλαιστρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρικόν — παλαιστρικός of masc acc sg παλαιστρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρικαί — παλαιστρικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρικοῖς — παλαιστρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρικοί — παλαιστρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρικῆς — παλαιστρικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρικῇ — παλαιστρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)