Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παλαιστρίτης

См. также в других словарях:

  • παλαιστρίτης — παλαιστρίτης, ὁ (Α) 1. όμοιος με παλαιστή, αθλητικός 2. (για θεό και ιδίως τον Ερμή) προστάτης τής παλαίστρας, τής πάλης 3. στον πληθ. οἱ παλαιστρῑται αυτοί που γυμνάζονταν στην παλαίστρα 4. φρ. «παλαιστρίτης τρόπος» (στην ιατρ.) τρόπος θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • παλαιστρίτης — παλαῑστρίτης , παλαιστρίτης like a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρίται — παλαῑστρίται , παλαιστρίτης like a masc nom/voc pl παλαῑστρίτᾱͅ , παλαιστρίτης like a masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρίταν — παλαῑστρίτᾱν , παλαιστρίτης like a masc acc sg (epic doric aeolic) παλαῑστρίταν , παλαιστρίτης like a masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρίτας — παλαῑστρίτᾱς , παλαιστρίτης like a masc acc pl παλαῑστρίτᾱς , παλαιστρίτης like a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστριτᾶν — παλαῑστριτᾶν , παλαιστρίτης like a masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρίτην — παλαῑστρίτην , παλαιστρίτης like a masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρίτου — παλαῑστρίτου , παλαιστρίτης like a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»