Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παλαιστικῇ

См. также в других словарях:

  • παλαιστικῇ — παλαιστικός expert in wrestling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστική — παλαιστικός expert in wrestling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτριβικός — παιδοτριβικός, ή, όν (Α) [παιδοτρίβης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδοτρίβη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοτριβική η παλαιστική, η τέχνη τής πάλης. επίρρ... παιδοτριβικῶς (Α) σαν παιδοτρίβης («ἀλλ εὖ λέγεις καὶ παιδοτριβικῶς ταυταγί»,… …   Dictionary of Greek

  • παλαιστικός — ή, ό (Α παλαιστικός, ή, όν) [παλαιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή 2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα τής πάλης 3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστική η τέχνη τού παλαιστή αρχ. αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη… …   Dictionary of Greek

  • παλαιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάλη: Παλαιστικοί αγώνες. Ουσ. παλαιστική, η η τέχνη της πάλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»