-
1 παλαιστική
-
2 παλαιστικῇ
-
3 παλαιστική
παλαιστικόςexpert in wrestling: fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
παλαιστικῇ — παλαιστικός expert in wrestling fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστική — παλαιστικός expert in wrestling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοτριβικός — παιδοτριβικός, ή, όν (Α) [παιδοτρίβης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδοτρίβη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοτριβική η παλαιστική, η τέχνη τής πάλης. επίρρ... παιδοτριβικῶς (Α) σαν παιδοτρίβης («ἀλλ εὖ λέγεις καὶ παιδοτριβικῶς ταυταγί»,… … Dictionary of Greek
παλαιστικός — ή, ό (Α παλαιστικός, ή, όν) [παλαιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή 2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα τής πάλης 3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστική η τέχνη τού παλαιστή αρχ. αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη… … Dictionary of Greek
παλαιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάλη: Παλαιστικοί αγώνες. Ουσ. παλαιστική, η η τέχνη της πάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)