-
1 παλαιο-φανής
παλαιο-φανής, ές, alt erscheinend, Geop.
-
2 παλαιοφανής
παλαιο-φανής, ές, alt erscheinend
См. также в других словарях:
παλαιοφανής — παλαιοφανής, ές (Μ) αυτός που φαίνεται παλιός, που δίνει την εντύπωση τού παλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + φανής (< φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek