-
1 παλαιοματωρ
- ορος ἥ дор. = * παλαιομήτωρ См. παλαιομητωρ -
2 παλαιομάτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιομάτωρ
-
3 παλαιομάτορος
παλαιομάτωρancient mother: masc gen sg -
4 παλαι-μάτωρ
παλαι-μάτωρ, ορος, ἡ, die alte Mutter, die Stamm-Mutter, πόρις, Eur. Suppl. 629, v. l. παλαιομάτωρ.
-
5 παλαιομητωρ
См. также в других словарях:
παλαιομάτωρ — παλαιομάτωρ, ορος, ἡ (Α) αυτή που υπήρξε μητέρα σε παλαιούς χρόνους («ἰὼ Ζεῡ, τᾱς παλαιομάτορας παιδογόνε πόριος Ἰνάχου», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + μᾶτωρ (< μήτηρ)] … Dictionary of Greek
παλαιομάτορος — παλαιομάτωρ ancient mother masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek