-
1 παλαιμοσυνη
-
2 παλαιμοσύνη
παλαισμοσύνηthe wrestler's art: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————παλαισμοσύνηthe wrestler's art: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 παλαιμοσύνῃ
Βλ. λ. παλαιμοσύνη -
4 παλαιμοσύνη
A v. παλαισμοσύνη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιμοσύνη
-
5 παλαισμοσύνη
A the wrestler's art, Il.23.701, Od.8.103, 126, Simon. 149, Inscr.Prien. 268c2 (ii/i B. C.): [full] παλαιμοσύνη, Aristarch. ap. Eust. 1587.40, v.l. in Tyrt.12.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαισμοσύνη
См. также в других словарях:
παλαιμοσύνη — και παλαισμοσύνη, ἡ (Α) η τέχνη τού παλαιστή, η πάλη («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαίμων (ΙΙ) + κατάλ. σύνη, ενώ κατ άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. παλαίω (πρβλ. ιππο σύνη, τοξο σύνη)] … Dictionary of Greek
παλαιμοσύνη — παλαισμοσύνη the wrestler s art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιμοσύνῃ — παλαισμοσύνη the wrestler s art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαισμοσύνη — παλαισμοσύνη, η (Α) βλ. παλαιμοσύνη … Dictionary of Greek