-
1 παλαί-φυτος
παλαί-φυτος, vor Alters gepflanzt, v. l. für παλαίφατος, Od. 19, 163.
-
2 παλαίφυτος
См. также в других словарях:
παλαίφυτος — παλαίφυτος, ον (Α) (για τη δρυ) αυτός έχει φυτευθεί πριν από πολλά χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + φυτός (< φύω), πρβλ. αυτό φυτος] … Dictionary of Greek