-
1 παλαίπλουτος
πᾰλαί-πλουτος, ον, = foreg.,A Quarterly of Dept. of Ant. in Palestine 1.155 (Gaza, iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαίπλουτος
-
2 παλαι-πλούσιος
См. также в других словарях:
παλαίπλουτος — παλαίπλουτος, ον (Α) παλαιπλούσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + πλοῦτος] … Dictionary of Greek