Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παλίνωρος

См. также в других словарях:

  • παλίνωρος — παλίνωρος, ον (Α) 1. (για αστέρα) αυτός που αλλάζει θέση και επιστρέφει ανάλογα με τις εποχές 2. (κατά τον Ησύχ.) «παλινώρους ἄκοντας». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ωρος < ὥρα), πρβλ. εύ ωρος] …   Dictionary of Greek

  • παλίνωρον — παλίνωρος changing and returning with the seasons masc/fem acc sg παλίνωρος changing and returning with the seasons neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινώρους — παλίνωρος changing and returning with the seasons masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίνωρα — παλίνωρος changing and returning with the seasons neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»