-
1 παλίμ-βᾱμος
παλίμ-βᾱμος, zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.
-
2 παλίμβᾱμος
παλίμ-βᾱμος, zurück-, hin- u. wiedergehend
См. также в других словарях:
λοξόβαμος — λοξόβαμος, ον (Α) λοξοβάμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + βαμος (< βαίνω) (πρβλ. παλίμ βαμος, χορταιό βαμος)] … Dictionary of Greek
χορταιόβαμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ χορταιοβάμων». [ΕΤΥΜΟΛ. < χορταῖος «χοντρό ένδυμα, προβιά» (< χόρτος) + βαμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. παλίμ βαμος] … Dictionary of Greek