-
1 παλίμβολος
πᾰλίμ-βολος, ον,A reversed, γνώμη Sch.Ar.Nu. 298: hence, untrustworthy, unstable, ἤθη π. καὶ , cf. D.Chr.31.37, Aristaenet.1.28; δολερὸς καὶ π. Plu.Crass.21; τὸ π., = παλιμβολία, Aeschin.2.40; of a slave, = παλίμπρατος, Men.445; πέδιλα π. turned or patched sandals, Nic.Fr.85. Adv.- λως Poll.3.132
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίμβολος
-
2 παλίμβουλος
A f.l. for -βολος, Id.1.15, Sch.Th.3.37, Eust. 375.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίμβουλος
См. также в других словарях:
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek