-
1 παλίγγναμπτος
πᾰλίγ-γναμπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίγγναμπτος
-
2 παλίγγναμπτος
παλίγ-γναμπτος, zurückgebogen, zurückgewandt -
3 παλιγγνάμπτοιο
παλίγγναμπτοςbent: masc /fem /neut gen sg (epic) -
4 παλιγγνάμπτοισι
παλίγγναμπτοςbent: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
5 παλί-γναμπτος
παλί-γναμπτος, v. l. für παλίγγναμπτος, Opp.
См. также в других словарях:
παλίγγναμπτος — και παλίγναπτος, ον (Α) κεκαμμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + γναμπτός (< γνάμπτω «λυγίζω, κάμπτω»), πρβλ. εύγναμπτος] … Dictionary of Greek
παλιγγνάμπτοιο — παλίγγναμπτος bent masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιγγνάμπτοισι — παλίγγναμπτος bent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)