Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παλίγγναμπτος

См. также в других словарях:

  • παλίγγναμπτος — και παλίγναπτος, ον (Α) κεκαμμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + γναμπτός (< γνάμπτω «λυγίζω, κάμπτω»), πρβλ. εύγναμπτος] …   Dictionary of Greek

  • παλιγγνάμπτοιο — παλίγγναμπτος bent masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιγγνάμπτοισι — παλίγγναμπτος bent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»