-
1 πακτεύω
πακτ-εύω (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πακτεύω
-
2 πάκτον
πάκτ-ον, τό, = Lat.A pactum, agreement, lease, PLond.1.113 (vi A. D.), etc. -
3 πακτόω
A fasten, close, Archil.187; δῶμα πάκτου make fast the house, S.Aj. 579;μοχλοῖς καὶ κλῄθροισι τὰ προπύλαια π. Ar.Lys. 265
. -
4 πάκτων
A light boat of wicker-work, used on the Nile, Str.17.1.50, PMag.Lond.46.69, BGU812.3 (ii/iii A. D.), POxy.1220.12 (iii A. D.), etc. -
5 πακτωνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πακτωνίτης
-
6 πακτωνοποιός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πακτωνοποιός
-
7 πάκτωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάκτωσις
-
8 πακτωτής
A = πακτωνίτης, Wilcken Chr.31.7 (ii A. D.), cf. PBerol. in Arch.Pap.3.244.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πακτωτής
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский