Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πακτῶ

См. также в других словарях:

  • πακτῶ — πακτόω fasten pres subj act 1st sg πακτόω fasten pres ind act 1st sg πᾱκτῶ , πηκτός stuck in masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάκτῳ — πάκτον pactum neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπάκτωση — η κλείσιμο, κλείδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πακτώ (< πακτός) «κλείνω, στερεώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πάκτο — το (ΑΜ πάκτον) 1. (ιδίως στο Βυζάντιο) σύμβαση, συνθήκη, συμβόλαιο («ἄρουραι, ἃς ἔχεις ἐπὶ πάκτῳ παρὰ τοῡ δεῑνα», Πάπ.) 2. συμφωνία για τη χρήση ακινήτου αντί ποσού χρημάτων που καταβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μίσθωση («διδόναι τῷ… …   Dictionary of Greek

  • πάκτωνας — ο (Α πάκτων, ωνος) μικρή βοηθητική τετράγωνη βάρκα χωρίς καρένα και χωρίς σχηματισμένη πλώρη ή πρύμνη, η οποία μοιάζει περισσότερο με σχεδία και χρησιμεύει για τον καθαρισμό και τη βαφή τού πλοίου αρχ. μικρή βάρκα από ξύλο ιτιάς που… …   Dictionary of Greek

  • πάκτωση — (I) η (Α πάκτωσις) [πακτώ] σύμπηξη, στερέωση νεοελλ. τεχνολ. τρόπος σύνδεσης μηχανικών εξαρτημάτων ή δομικών στοιχείων που δεν επιτρέπει τη μετακίνηση ή την περιστροφή τους. (II) η [πακτώνω (II)] μίσθωση αγροτικού κτήματος ή άλλου προσοδοφόρου… …   Dictionary of Greek

  • πακτώνω — (I) και παχτώνω (Α πακτῶ, όω) [πακτός] περιορίζω κάτι σε κλειστό χώρο, ασφαλίζω νεοελλ. καθιστώ κάτι στερεό αρχ. 1. φράσσω, στουπώνω 2. δένω ασφαλώς. (II) και παχτώνω [πάκτο] νοικιάζω αγροτικό κτήμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»