-
1 παιδολετωρ
См. также в других словарях:
πατρολέτωρ — ορος, ὁ, Α ο πατροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ολέτωρ (< θ. ολε τού ὄλλυμι «καταστρέφω», πρβλ. ὄλε θρος), πρβλ. παιδ ολέτωρ] … Dictionary of Greek
ταυρολέτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που αφανίζει, που καταστρέφει ταύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ολέτωρ (< ὄλλυμι, πρβλ. ὀλετήρ), πρβλ. παιδ ολέτωρ] … Dictionary of Greek