-
1 παιδιή
-
2 παιδιῇ
-
3 παιδίη
-
4 παιδίῃ
-
5 παιδιαί
παιδιήfem nom /voc pl -
6 παιδιά
παιδιά̱, παιδιήfem nom /voc /acc dualπαιδιά̱, παιδιήfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 παιδιά
-
8 παιδιᾷ
-
9 παιδιάι
-
10 παιδιᾶι
-
11 παιδιάς
-
12 παιδιᾶς
-
13 παιδιαίς
-
14 παιδιαῖς
-
15 παιδιαίσι
-
16 παιδιαῖσι
-
17 παιδιών
-
18 παιδιῶν
-
19 παιδιάν
παιδιά̱ν, παιδιήfem acc sg (attic doric aeolic) -
20 παιδιάς
παιδιά̱ς, παιδιήfem acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παιδιῇ — παιδιή fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίῃ — παιδία childhood fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιαῖς — παιδιή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιαῖσι — παιδιή fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιαί — παιδιή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιᾶς — παιδιή fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιᾷ — παιδιή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδία — παιδία, ιων. τ. παιδίη, ἡ (Α) [παις, παιδός] 1. η παιδική ηλικία («ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι», Ιπποκρ.) 2. το παιδαριώδες τού τρόπου («ἢ γήρᾳ ὑπερμέτρῳ ξυνεχόμενος ἢ παιδίᾳ χρώμενος», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
παιδιά — παιδιά̱ , παιδιή fem nom/voc/acc dual παιδιά̱ , παιδιή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιᾶι — παιδιᾷ , παιδιή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιάν — παιδιά̱ν , παιδιή fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)