-
1 παιδό-βρωτος
παιδό-βρωτος, Lycophr. 1199, ϑοῖναι, Mahlzeit von gegessenen Kindern.
-
2 παιδόβρωτος
См. также в других словарях:
σκωληκόβρωτος — η, ο / σκωληκόβρωτος, ον, ΝΜΑ αυτός που καταφαγώθηκε από σκουλήκια ή ο γεμάτος σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. μυό βρωτος, παιδό βρωτος] … Dictionary of Greek