Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παιδόϑεν

См. также в других словарях:

  • παιδόθεν — (Α) επίρρ. από την παιδική ηλικία, παιδιόθεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μητρό θεν)] …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»