-
1 παιδοφίλης
A = παιδεραστής, Thgn. 1357, Telecl.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδοφίλης
См. также в других словарях:
ερημοφίλης — ἐρημοφίλης, ὁ (AM) αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + φίλης (< φιλώ) πρβλ. παιδο φίλης] … Dictionary of Greek
λογοφίλης — λογοφίλης, ὁ (Α) αυτός στον οποίο αρέσουν οι συζητήσεις, αυτός που συνεχώς συζητά απλά, καθημερινά ή και ανούσια θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + φίλης (< φίλος, με επίδραση και τού φιλείν), πρβλ. παιδο φίλης] … Dictionary of Greek
πορνοφίλης — ὁ, δωρ. τ. πορνοφίλας, Α αυτός που αγαπά τις πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + φίλης (< φίλος), πρβλ. παιδο φίλης] … Dictionary of Greek
ποδοφιλώ — έω, Μ φιλώ, ασπάζομαι τα πόδια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + φιλῶ (< φιλης < φίλος), πρβλ. παιδο φιλώ] … Dictionary of Greek