Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παιδο-τρόφος

См. также в других словарях:

  • λαοτρόφος — λαοτρόφος, ον (Α) 1. αυτός που τρέφει ή φροντίζει τον λαό 2. φρ. «τιμὰ λαοτρόφος» αξίωμα χρήσιμο στον λαό (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριο τρόφος, παιδο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • νηπιοτροφώ — νηπιοτροφῶ, έω (Α) ανατρέφω νήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + τροφῶ (< «τρόφος < τρέφω), πρβλ. κτηνο τροφώ, παιδο τροφώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»