-
1 παιδοφίλη
παιδοφίληςmasc voc sgπαιδοφιλέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)παιδοφιλέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
2 παιδό-φιλος
παιδό-φιλος, Kinder, bes. Knaben liebend, wie παιδεραστής. – Ein Sprichwort Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα erwähnt Zenob. 3, 3. – Ein fem. παιδοφίλη, Beiname der Ceres, Orph. H. 39, 13.
-
3 παιδόφιλος
παιδό-φῐλος, ον,A loving children, fem. παιδοφίλη, epith. of Demeter, Orph.H.40.13; Γέλλως παιδοφιλωτέρα, of over-fond mothers, Sapph.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδόφιλος
-
4 παιδόφιλος,
παιδό-φιλος, u. παιδο-φίλης, ὁ, Kinder, bes. Knaben liebend; παιδοφίλη, Beiname der Ceres -
5 παιδοφίλης
παιδό-φιλος, u. παιδο-φίλης, ὁ, Kinder, bes. Knaben liebend; παιδοφίλη, Beiname der Ceres
См. также в других словарях:
παιδοφίλη — παιδοφίλης masc voc sg παιδοφιλέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παιδοφιλέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδόφιλος — παιδόφιλος, ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά, φιλότεκνος 2. παιδεραστής 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοφίλη προσωνυμία τής Δήμητρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φίλος] … Dictionary of Greek