Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παιδοποιός

См. также в других словарях:

  • παιδοποιός — παιδοποιός, όν (Α) 1. αυτός που γεννά παιδιά 2. (για το σπέρμα) γόνιμος, γεννητικός («ὡς Ἀρίστωνα σπέρμα παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • παιδοποιός — begetting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοποιόν — παιδοποιός begetting masc/fem acc sg παιδοποιός begetting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοποιοί — παιδοποιός begetting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοποιά — παιδοποιός begetting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοποιῷ — παιδοποιός begetting masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • παιδοποιία — η (ΑΜ παιδοποιία) [παιδοποιός] η απόκτηση παιδιών, η τεκνοποιία αρχ. υιοθεσία …   Dictionary of Greek

  • παιδοποιητής — παιδοποιητής, ὁ (Α) [παιδοποιώ] παιδοποιός …   Dictionary of Greek

  • παιδοποιικός — παιδοποιϊκός, ή, όν (Μ) [παιδοποιός] ο σχετικός με την παιδοποιία …   Dictionary of Greek

  • παιδοποιώ — (Α παιδοποιῶ, έω) [παιδοποιός] γεννώ παιδιά, τεκνοποιώ αρχ. (εσφ. ανάγν. αντί παῑδα ποιεῑσθαι) υιοθετώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»