-
1 παιδοποιος
-
2 παιδοποιός
παιδοποιόςbegetting: masc /fem nom sg -
3 παιδοποιός
παιδοποι-ός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδοποιός
-
4 παιδοποιός
-
5 παιδοποιόν
παιδοποιόςbegetting: masc /fem acc sgπαιδοποιόςbegetting: neut nom /voc /acc sg -
6 παιδοποιοί
παιδοποιόςbegetting: masc /fem nom /voc pl -
7 παιδοποιά
παιδοποιόςbegetting: neut nom /voc /acc pl -
8 παιδοσπορος
-
9 παιδοποιού
παιδοποιέωbeget children: pres imperat mp 2nd sg (attic)παιδοποιέωbeget children: imperf ind mp 2nd sg (attic)παιδοποιόςbegetting: masc /fem /neut gen sg -
10 παιδοποιοῦ
παιδοποιέωbeget children: pres imperat mp 2nd sg (attic)παιδοποιέωbeget children: imperf ind mp 2nd sg (attic)παιδοποιόςbegetting: masc /fem /neut gen sg -
11 παιδοποιώ
-
12 παιδοποιῷ
-
13 παιδοποιών
παιδοποιέωbeget children: pres part act masc nom sg (attic epic doric)παιδοποιόςbegetting: masc /fem /neut gen pl -
14 παιδοποιῶν
παιδοποιέωbeget children: pres part act masc nom sg (attic epic doric)παιδοποιόςbegetting: masc /fem /neut gen pl -
15 παιδουργία
παιδουργ-ία, ἡ,A = παιδοποιία, Pl.Lg. 775c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδουργία
-
16 παιδουργός
παιδουργ-ός, όν,A = παιδοποιός 2,μόρια Ascl. in Metaph.411.3
, Olymp. in Grg.p.262 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδουργός
-
17 Bear
subs.P. ἄρκτος, ἡ.The Great Bear: P. and V. ἄρκτος, ἡ.——————v. trans.Of women: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν, V. γείνασθαι ( 1st aor. of γείνεσθαι) (also Xen. but rare P.), λοχεύεσθαι. ἐκλοχεύεσθαι.A wife to bear children: V. δάμαρ παιδοποιός, ἡ.Bear children in a place: P. and V. ἐντίκτειν (dat.).Endure: P. and V. φέρειν, ἀνέχεσθαι, ὑπέχειν, πάσχειν, ὑφίστασθαι, P. ὑπομένειν. V. καρτερεῖν, Ar. and V. τλῆναι ( 2nd aor. of τλᾶν) (also Isoc. but rare P.), ἀνατλῆναι ( 2nd aor. of ἀνατλᾶν) (also Plat. but rare P.), ἐξανέχεσθαι.Bear to the end: P. and V. διαφέρειν, V. ἀντλεῖν, ἐξαντλεῖν, διαντλεῖν, ἐκκομίζειν.Help to bear: P. and V. συμφέρειν (τινί τι), V. συνεκκομίζειν (τινί τι); v. intrans. with infin.following: P. and V. ἀνέχεσθαι (part.), Ar. and V. τλῆναι ( 2nd aor. of τλᾶν) (infin.), ἐξανέχεσθαι (part.); see bring oneself to.Bear arms: P. ὁπλοφορεῖν (Xen.), σιδηροφορεῖν.Bear arms against: P. ὅπλα ἐπιφέρειν (dat.), V. δόρυ ἐπιφέρειν (dat.).Turn: P. and V. τρέπεσθαι.Of a road: P. and V. φέρειν, ἄγειν.Bear along: P. and V. φέρειν.Bear away: P. and V. ἀποφέρειν, P. ἀποκομίζειν; see carry off.Bear down: P. and V. καθαιρεῖν.Bear forth: P. and V. ἐκφέρειν.Bear off: see carry off.Bear out: lit., P. and V. ἐκφέρειν, met. (a statement, etc.), P. βεβαιοῦν.Bear round: P. and V. περιφέρειν, P. περικομίζειν.v. intrans.: P. and V. καρτερεῖν, ἀνέχεσθαι. P. ὑπομένειν.Bear up against: see Endure.Bear with: see Endure.Acquiesce in: P. and V. στέργειν (acc. or dat.), P. ἀγαπᾶν (acc. or dat.), V. αἰνεῖν (acc.).Bear with a parent's natural anger: V. χαλᾶ τοκεῦσιν εἰκότως θυμουμένοις (Eur., Hec. 403). Bring to bear P. and V. προσφέρειν, προσάγειν, P. προσκομίζειν.Bringing engines to bear, he besieged ( the city): P. μηχανήματʼ ἐπιστήσας ἐπολιόρκει (Dem. 254).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bear
-
18 Begetting
subs.P. παιδοποιΐα, ἡ, τέκνωσις, ἡ, P. and V. γέννησις, ἡ (Plat.), σπορά, ἡ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Begetting
См. также в других словарях:
παιδοποιός — παιδοποιός, όν (Α) 1. αυτός που γεννά παιδιά 2. (για το σπέρμα) γόνιμος, γεννητικός («ὡς Ἀρίστωνα σπέρμα παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ποιός*] … Dictionary of Greek
παιδοποιός — begetting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοποιόν — παιδοποιός begetting masc/fem acc sg παιδοποιός begetting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοποιοί — παιδοποιός begetting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοποιά — παιδοποιός begetting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοποιῷ — παιδοποιός begetting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
παιδοποιία — η (ΑΜ παιδοποιία) [παιδοποιός] η απόκτηση παιδιών, η τεκνοποιία αρχ. υιοθεσία … Dictionary of Greek
παιδοποιητής — παιδοποιητής, ὁ (Α) [παιδοποιώ] παιδοποιός … Dictionary of Greek
παιδοποιικός — παιδοποιϊκός, ή, όν (Μ) [παιδοποιός] ο σχετικός με την παιδοποιία … Dictionary of Greek
παιδοποιώ — (Α παιδοποιῶ, έω) [παιδοποιός] γεννώ παιδιά, τεκνοποιώ αρχ. (εσφ. ανάγν. αντί παῑδα ποιεῑσθαι) υιοθετώ … Dictionary of Greek