-
1 παιδισκάριον
παιδισκάριονneut nom /voc /acc sg -
2 παιδισκάριον
παιδισκ-άριον, τό, Dim. of παιδίσκη, Men.338, 402.15, Ph.2.451, Arr.Epict.3.25.6, Luc.DMort.27.7, Hld.1.11;Aμουσικὰ π. Posidon. 28.4
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδισκάριον
-
3 παιδισκαρίοις
παιδισκάριονneut dat pl -
4 παιδισκαρίου
παιδισκάριονneut gen sg -
5 παιδισκαρίων
παιδισκάριονneut gen pl -
6 παιδισκάρια
παιδισκάριονneut nom /voc /acc pl -
7 παιδισκαρίω
-
8 παιδισκαρίῳ
-
9 εὐτελής
A easily paid for, cheap, Hdt.2.86 ([comp] Comp. and [comp] Sup.), Pl.Cri. 45a, etc.; slight, easy, Id.Lg. 649d; τὰ εὐ. ἐν χειρουργίᾳ simple methods of treatment, BKT3p.24; εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά the danger would be more cheaply met, Th.8.46 codd. (dub.). Adv. - λῶς at a cheap rate, X.Smp.4.49; ἀγόρασον εὐ. Ephipp.15.1: [comp] Comp. - έστερον X.Cyr.8.3.46; - εστέρως Gloss.: [comp] Sup. - έστατα, σκευάσαι IG12.44.9; f.l. for εὐσταλέστατα, Hdn.2.11.1.2 mean, paltry, worthless, of persons,σηματουργὸς δ' οὔ τις εὐ. ἄρ' ἦν A.Th. 491
; of character, Arist.Pol. 1272b41; opp. σεμνότερος, Id.Po. 1448b26 ([comp] Comp.);ὅστις-έστατος Eup.189
;παιδισκάριον Men.338
;ἀνόητος, εὐ. ὑπερβολῇ Id.615
; so of things, εὐ. βίος shabby, Pl.Lg. 806a; of land, depreciated in value, PTeb.61(b).30 (ii B.C.); - εστέρα ἄσκησις paltry, requiring no exertion, X.Eq.Mag.1.16;τἄλλα δὲ.. -έστατα Pl.Com. 174.11
, cf. Epin.1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτελής
-
10 καταδουλόω
A reduce to slavery, enslave,Ἀθήνας Hdt.6.109
;τὴν Ἑλλάδα Id.8.144
;Ἀθηναίοις κ. Κέρκυραν Th.3.70
;νῆσον βασιλεῖ Isoc.9.20
:—[voice] Pass.,κατεδεδούλωντο Hdt.5.116
;κατεδουλώθησαν Id.6.32
;καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Pl.Smp. 219e
: abs., Lys.18.5.2 more freq. in [voice] Med., make a slave to oneself, enslave,τὴν μητρόπολιν Hdt.7.51
, cf. Pl.R. 351b; τινας X.Mem.2.1.13, cf. GDI 4982 ([place name] Gortyn), PEleph. 3.3 (iii B.C.), etc.;ἡ τύχη τὸ σῶμα κατεδουλώσατο Philem.95.8
; τὸ κρέσσον τῷ Χείρονι -εύμενοι ([dialect] Ion. for - ούμενοι) Eus.Mynd.Fr. 10;κ. τὸν Ἰσραὴλ δουλείαν LXX 1 Ma.8.18
; ἔργα ὧν κατεδουλοῦντο αὐτούς ib.Ex.1.14.II metaph., enslave in mind, , cf. 2 Ep.Cor.11.20;κ. τὴν ψυχήν PMag.Lond.123.4
(iv/v A.D.); break in spirit,καταδουλοῖ τὴν τόλμαν ἡ ἀνάγκη App.Pun.81
.2 more freq. in [voice] Med.,ἡ ἀνάγκη καταδουλοῦται τὴν γνώμην Hp.Fract.15
; οἴει τι μᾶλλον καταδουλοῦσθαι ἀνθρώπους τοῦ ἰσχυροῦ φόβου; X.Cyr.3.1.23, cf. E.IA 1269;κ. τὰς ψυχάς Isoc.12.178
;τὸ λογιστικόν Pl.R. 553d
;τὰς ἐπιθυμίας Aristox.Fr.Hist. 15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδουλόω
-
11 παιδαλήθριον
παιδαλήθριον· παιδισκάριον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδαλήθριον
-
12 παρατρυγάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατρυγάω
См. также в других словарях:
παιδισκάριον — παιδισκάριον, τὸ (Α) [παιδίσκη] υποκορ. τού παιδίσκη … Dictionary of Greek
παιδισκάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκαρίοις — παιδισκάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκαρίου — παιδισκάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκαρίων — παιδισκάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκαρίῳ — παιδισκάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκάρια — παιδισκάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαλήθριον — παιδαλήθριον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παιδισκάριον» … Dictionary of Greek