-
1 παιδεραστία
παιδεραστίᾱ, παιδεραστίαlove of boys: fem nom /voc /acc dualπαιδεραστίᾱ, παιδεραστίαlove of boys: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————παιδεραστίᾱͅ, παιδεραστίαlove of boys: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 παιδεραστίᾳ
Βλ. λ. παιδεραστία -
3 παιδεραστία
παιδεραστ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδεραστία
-
4 παιδεραστίας
παιδεραστίᾱς, παιδεραστίαlove of boys: fem acc plπαιδεραστίᾱς, παιδεραστίαlove of boys: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 παιδεραστίαι
παιδεραστίᾱͅ, παιδεραστίαlove of boys: fem dat sg (attic doric aeolic) -
6 παιδεραστίαν
παιδεραστίᾱν, παιδεραστίαlove of boys: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 παιδεραστίαις
παιδεραστίαlove of boys: fem dat pl -
8 καταπαιδεραστέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπαιδεραστέω
-
9 παιδεραστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδεραστικός
-
10 χαλκιδίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκιδίζω
См. также в других словарях:
παιδεραστία — παιδεραστίᾱ , παιδεραστία love of boys fem nom/voc/acc dual παιδεραστίᾱ , παιδεραστία love of boys fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδεραστίᾳ — παιδεραστίᾱͅ , παιδεραστία love of boys fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδεραστία — Έρωτας ενηλίκου ανδρός προς ανήλικο άτομο. Η π. είναι γνωστή από την αρχαιότητα με την έννοια όμως του έρωτα ενός άνδρα για ανήλικο αγόρι. Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Τυρρηνοί, οι Κέλτες, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα την π.,… … Dictionary of Greek
παιδεραστίας — παιδεραστίᾱς , παιδεραστία love of boys fem acc pl παιδεραστίᾱς , παιδεραστία love of boys fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδεραστίαι — παιδεραστίᾱͅ , παιδεραστία love of boys fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδεραστίαν — παιδεραστίᾱν , παιδεραστία love of boys fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЕДЕРАСТИЯ — • Παιδεραστία, любовь к мальчикам, явление в своем чистом виде столь же безупречное и нравственное, сколько в своем извращении безнравственное и порочное; в греческой жизни, соответственно особенностям разных племен, оно принимало… … Реальный словарь классических древностей
παιδεραστίαις — παιδεραστία love of boys fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek
Knabenliebe — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Päderastie (griechisch παιδεραστία paiderastia) bedeutet dem… … Deutsch Wikipedia
Pädasterie — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Päderastie (griechisch παιδεραστία paiderastia) bedeutet dem… … Deutsch Wikipedia