-
1 παιδαριωδης
-
2 παιδαριώδης
ης, ες ребяческий;несерьёзный; ребячливый;παιδαριώδης πραξις — ребячество, ребяческий поступок
-
3 παιδαριώδης
[пэдариодис] εκ. детский, ребяческий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παιδαριώδης
-
4 παιδαριώδης
[пэдариодис] επ детский, ребяческий. -
5 ασυλλογιστος
21) неисчислимый, непостижимый(πρὸς ἀνθρωπίνην φρόνησιν Plut.)
2) неразумный, безрассудный(παιδαριώδης καὴ ἀ. Polyb.)
3) непоследовательный, нелогичный(λόγοι, τρόποι Arst.)
-
6 παιδιαρίστικος
η, ο см. παιδαριώδης -
7 παιδικός
См. также в других словарях:
παιδαριώδης — childish masc/fem acc pl (attic epic doric) παιδαριώδης childish masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) παιδαριώδης childish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαριώδης — ες (Α παιδαριώδης, ῶδες) [παιδάριον] αυτός που αρμόζει σε μικρό παιδί, στερημένος σοβαρότητας, παιδιακήσιος, παιδιαρίστικος («παιδαριώδης συμπεριφορά»). επίρρ... παιδαριωδώς (Α παιδαριωδῶς) με παιδαριώδη τρόπο, χωρίς σοβαρότητα … Dictionary of Greek
παιδαριώδει — παιδαριώδης childish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παιδαριώδης childish masc/fem/neut dat sg παιδαριώδεϊ , παιδαριώδης childish dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαριώδη — παιδαριώδης childish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παιδαριώδης childish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παιδαριώδης childish masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαριωδέστατον — παιδαριώδης childish masc acc superl sg παιδαριώδης childish neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαριῶδες — παιδαριώδης childish masc/fem voc sg παιδαριώδης childish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαριώδεις — παιδαριώδης childish masc/fem acc pl παιδαριώδης childish masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαριωδῶς — παιδαριώδης childish adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαριώδεσι — παιδαριώδης childish masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαριώδεσιν — παιδαριώδης childish masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαριώδους — παιδαριώδης childish masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)