-
1 παιδαρίσκος
παιδαρίσκος, ὁ, dim. von παῖς oder παιδάριον, Knabe; Heliod. 5, 14; Schol. Ar. Th. 298.
-
2 παιδαρίσκος
παιδαρίσκος, ὁ, Knabe
См. также в других словарях:
παιδαρίσκος — παιδαρίσκος, ὁ (Α) [παιδάριον] μικρό παιδί, παιδάριο … Dictionary of Greek
παιδαρίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίσκον — παιδαρίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίσκων — παιδαρίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίσκῳ — παιδαρίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)