Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παιδαρίσκος

См. также в других словарях:

  • παιδαρίσκος — παιδαρίσκος, ὁ (Α) [παιδάριον] μικρό παιδί, παιδάριο …   Dictionary of Greek

  • παιδαρίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαρίσκον — παιδαρίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαρίσκων — παιδαρίσκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαρίσκῳ — παιδαρίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»