-
1 lala
παιδαγωγός -
2 mürebbi
παιδαγωγός -
3 pedagog
παιδαγωγός -
4 atabey
παιδαγωγός πρίγκιπα -
5 eğitimci
παιδαγωγός, Εκπαιδευτικός -
6 педагог
педагог м о παιδαγωγός, ο δάσκαλος· ο καθηγητής (высшего и среднего учебного заведения)* * *мο παιδαγωγός, ο δάσκαλος; ο καθηγητής ( высшего и среднего учебного заведения) -
7 воспитатель
ο παιδαγωγός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воспитатель
-
8 педагог
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > педагог
-
9 воспитатель
воспи́т||ательм ὁ παιδαγωγός. -
10 гувернантка
гуверн||анткаж уст. ἡ παιδαγωγός, ἡ γκουβερνάντα. -
11 гувернер
гуверн||ерм уст. ὁ παιδαγωγός. -
12 наставник
наставникм разг ὁ παιδαγωγός, ὁ (δι)δάσκαλος. -
13 педагог
педагогм ὁ παιδαγωγός, ὁ δάσκαλος. -
14 au pair
[,ou 'pə(r)](a young person from abroad employed by a family to look after the children and help with the housework in return for room, meals, pocket money and an opportunity to learn the language: a French au pair; an au pair girl.) αλλοδαπή εποχιακή ή προσωρινή παιδαγωγός -
15 education(al)ist
noun (an expert in methods of educating.) παιδαγωγός -
16 education(al)ist
noun (an expert in methods of educating.) παιδαγωγός -
17 гувернантка
[γκουβιρνάντκα] ουσ. θ. παιδαγωγός -
18 наставник
[ναστάβνικ] ουσ. α. παιδαγωγός -
19 гувернантка
[γκουβιρνάντκα] ουσ θ παιδαγωγός -
20 наставник
[ναστάβνικ] ουσ α παιδαγωγός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παιδαγωγός — slave who went with a boy from home to school and back again masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγός — Τίτλος διαφόρων ελληνικών περιοδικών. 1. Εκπαιδευτικό περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1839 από τον Ηλία Χριστοφορίδη. 2. Μηνιαίο και μετά δεκαπενθήμερο περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1921 με διευθυντή τον X. Κυριακάτο. Αποτελεί … Dictionary of Greek
παιδαγωγός, ο — η 1. αυτός που φροντίζει για την ανατροφή των παιδιών: Οι πρώτοι παιδαγωγοί στη Ρώμη ήταν ελληνικής καταγωγής. 2. ο ειδικός στην παιδαγωγική επιστήμονας: Αξιόλογος Έλληνας παιδαγωγός ήταν ο Δελμούζος. 3. μτφ., γενικά αυτός που δίνει τα φώτα, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Педагог — (Παιδαγωγός) раб, уходу которого в афинских семействах поручались мальчики с шестилетнего возраста. На обязанности П. лежала охрана воспитанника от физических и нравственных опасностей, а до поступления мальчика в школу и элементарное обучение… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ПЕДАГОГИЯ — • Παιδαγωγός, см. Educatio, Воспитание, 5 … Реальный словарь классических древностей
Σωτηρίου, Κώστας — Παιδαγωγός. (Μαρκόπουλο Αττικής 1889 Αθήνα 1965). Σπούδασε αρχικά στο Διδασκαλείο στην Αθήνα και έπειτα παιδαγωγικά στην Ευρώπη. Από το 1923 ως το 1926 υπηρέτησε ως διευθυντής δημοτικής εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας, έπειτα ως διευθυντής στο … Dictionary of Greek
παιδαγωγοί — παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγούς — παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγέ — παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγῷ — παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγόν — παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)