Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παιδαγωγοῦ

  • 1 παιδαγωγού

    παιδαγωγέω
    attend as a: pres imperat mp 2nd sg (attic)
    παιδαγωγέω
    attend as a: imperf ind mp 2nd sg (attic)
    παιδαγωγός
    slave who went with a boy from home to school and back again: masc gen sg

    Morphologia Graeca > παιδαγωγού

  • 2 παιδαγωγοῦ

    παιδαγωγέω
    attend as a: pres imperat mp 2nd sg (attic)
    παιδαγωγέω
    attend as a: imperf ind mp 2nd sg (attic)
    παιδαγωγός
    slave who went with a boy from home to school and back again: masc gen sg

    Morphologia Graeca > παιδαγωγοῦ

  • 3 πρόσταγμα

    πρόσ-ταγμα, ατος, [dialect] Dor. [full] ποτίταγμα SIG569.28 (Cos, iii B.C.): τό: ([etym.] προστάσσω):—
    A ordinance, command, Pl.R. 423c, al., Isoc.4.176, etc.;

    ἐκ προστάγματος D.17

    . 16;

    κατὰ πρόσταγμα D.S.14.41

    , cf. OGI225.37 (Didyma, iii B.C.), PEnteux.6.11, al. (iii B.C.), PTeb.5.206 (ii B.C., pl.), UPZ 112 i 7 (ii B.C., pl.), etc.; κατὰ τὸ π. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν by his prescription, Arist.EN 1119b13, cf. PCair.Zen.426.7 (iii B.C.), Ael.VH9.23; = Lat. edictum, OGI665.3 (Egypt, i A.D.), etc.
    2 order to pay or deliver, PCair.Zen.8.3, 375.8 (iii B.C.).
    II military command, as division of the army,

    ὑπηρέτης προστάγματος PRein.15.30

    (ii B.C.), unless an error for τάγματος.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσταγμα

  • 4 παιδαγωγός

    παιδαγωγός, οῦ, ὁ (παῖς, ἄγω) since Eur.; Hdt. 8, 75; Plut.; ins [reff. in SIG 1253 n. 1]; pap, Philo; Jos., Ant. 1, 56; 18, 202, Vi. 429. Common as a loanw. in rabb. [SKrauss, Griech. u. lat. Lehnwörter im Talmud usw. II 1899, 421]). Orig. ‘boy-leader’, the man, usu. a slave (Plut., Mor. 4ab), whose duty it was to conduct a boy or youth (Plut., Mor. 439f) to and from school and to superintend his conduct gener.; he was not a ‘teacher’ (despite the present mng. of the derivative ‘pedagogue’ [s. OED s.v. 1a as opposed to 2]; παιδαγωγός and διδάσκαλος are differentiated: X., De Rep. Lac. 3, 2; Pla., Lys. 208c [JCallaway, JBL 67, ’48, 353–55]; Diog. L. 3, 92; Philo, Leg. ad Gai. 53). When the young man became of age, the π. was no longer needed (cp. Gaius’ complaint about Macro’s intentions Philo, In Facc. 3 (15); s. JMarquardt2-AMau, D. Privatleben der Römer 1886, 114; WBecker-HGöll, Charikles II3 1878, 46ff [Eng. tr. FMetcalfe, 1889, 226f]; ABaumeister, Denkmäler d. klass. Altertums 1885–88 II, 1125f). In our lit. one who has responsibility for someone who needs guidance, guardian, leader, guide. As a pers. to whom respect is due, beside the father (as Plut., Lyc. 50 [17, 1]) 1 Cor 4:15. The law as a π. (so Plut., Mor. 645bc τοῦ νόμου καθάπερ παιδαγωγοῦ). Paul evaluates the Mosaic law as a παιδ. εἰς Χριστόν Gal 3:24, where the emphasis is on the constrictive function of the law in contrast to freedom in the gospel. Humankind remains under its constraints, ὑπὸ παιδαγωγόν vs. 25, until God declares, by sending his Son, that it has come of age (s. υἱοθεσία).—DLull, JBL 105, ’86, 481–98 the law had temporal limitations; TGordon, NTS 35, ’89, 150–54 role of guardian; NYoung, Paidagogos, The Social Setting of a Pauline Metaphor: NovT 29, ’87, 150–76.—Pauly-W. 18/2, 2375–85; Kl. Pauly IV 408. Straub 61. DELG s.v. ἄγω. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > παιδαγωγός

См. также в других словарях:

  • παιδαγωγοῦ — παιδαγωγέω attend as a pres imperat mp 2nd sg (attic) παιδαγωγέω attend as a imperf ind mp 2nd sg (attic) παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • μοντεσοριανός — ή, ό φρ. «μοντεσοριανό σύστημα» το εκπαιδευτικό σύστημα τής Ιταλίδας παιδαγωγού Μαρίας Μοντεσόρι, το οποίο στηρίζεται κυρίως στη ψυχολογία τών αισθήσεων, προσπαθεί να αναπτύξει την αντίληψη και αφήνει αρκετή ελευθερία στο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά …   Dictionary of Greek

  • Κερσενστάινερ, Γκέοργκ — (Georg Kerschensteiner, Μόναχο 1854 – 1932). Γερμανός παιδαγωγός και θεωρητικός του σχολείου εργασίας. Εργάστηκε σε σχολεία της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, διετέλεσε εκπαιδευτικός σύμβουλος στο Μόναχο και τελικά διορίστηκε επίτιμος… …   Dictionary of Greek

  • Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… …   Dictionary of Greek

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • νέρων — (Claudius Caesar Drusus Germanicus Nero, Άντιον 37 – Ρώμη 68). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Γιος του Δομιτίου Αενοβάρβου και της Αγριππίνας της Νεότερης και ανιψιός του Καλιγούλα, ανέβηκε στον θρόνο το 54 μ.Χ., μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κλαυδίου,… …   Dictionary of Greek

  • νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγία — η (Α παιδαγωγία) [παιδαγωγός] η αγωγή και η μόρφωση τών παιδιών, η εκπαίδευση («τὰς ψυχὰς οὕτω φῶμεν τὰς εὐφυεστάτους κακής παιδαγωγίας τυχούσας διαφερόντως κακὰς γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. το λειτούργημα, το επάγγελμα τού παιδαγωγού 2. η… …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • πρόσταγμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω] το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «έχω το πρόσταγμα» α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή β) μτφ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»