-
1 παιδαγωγείον
-
2 παιδαγωγεῖον
-
3 παιδαγωγειον
τό2) училище, школа Plut. -
4 παιδαγωγεῖον
παιδᾰγωγ-εῖον, τό,A room in a school-house in which the παιδαγωγοί waited for their boys, D.18.258, IG11(2).199A112 (Delos, iii B. C.).2 later, school, Plu.Pomp.6, Them.Or.21.258b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδαγωγεῖον
-
5 παιδαγωγεῖον
παιδ-αγωγεῖον, τό, der Aufenthalt eines παιδαγωγός, Schule -
6 κορέω
κορέω, segen, reinigen; αἱ μὲν δῶμα κορή-σατε Od. 20, 149; τὴν αὐλήν Eupol. bei Poll. 10, 29; τὰ βάϑρα σπογγίζων καὶ τὸ παιδαγωγεῖον κορῶν Dem. 18, 258; übertr., κατάϑου τὸ κόρημα, μὴ κόρει τὴν Ἑλλάδα, fege Griechenland nicht aus, Ar. Pax 59, was der Schol. erkl. μὴ ποίει ἔρημον οἰκητόρων διὰ τὸν πόλεμον. Vgl. ἐκκορέω.
-
7 κορεω
I1) подметать, чистить(δῶμα Hom.; τὸ παιδαγωγεῖον Dem.)
2) шутл. вычищать, выметать, опустошать(τέν Ἑλλάδα Arph.)
3) Sappho, Anacr. = βινεῖνIIэп. fut. к κορέννυμι См. κορεννυμι -
8 παιδαγωγεία
-
9 παιδαγωγεῖα
-
10 παιδαγωγείου
παιδαγωγεί̱ου, παιδαγωγεῖονroom in a school-house in which the: neut gen sg -
11 κορέω
κορέω (A),A sweep out,δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Od.20.149
;τὴν αὐλὴν κόρει Eup.157
;κ. τὸ παιδαγωγεῖον D.18.258
.II = ἐξυβρίζω, Hsch.: hence κεκορημένος, sens. obsc., Anacr.5.------------------------------------κορέω (B),
См. также в других словарях:
παιδαγωγεῖον — room in a school house in which the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγεῖα — παιδαγωγεῖον room in a school house in which the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγείο — το (Α παιδαγωγεῑον) [παιδαγωγός] σχολείο («ὅτι δημαγωγὸς αὐτοῑς ἐκ παιδαγωγείου παραπεπήδηκεν ὁ Πομπήιος», Πλούτ.) αρχ. αίθουσα αναμονής σε σχολείο, όπου οι παιδαγωγοί περίμεναν για να παραλάβουν τα παιδιά … Dictionary of Greek
Τζάννες, Νικήτας — (Κύθηρα 1801 – Πειραιάς 1864). Εθνικός ευεργέτης. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη (1815), όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια και κατόρθωσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους μεγαλέμπορους της εκεί ελληνικής κοινότητας. Το… … Dictionary of Greek
ԱՇԱԿԵՐՏԱՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 1 0258 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 10c գ. σχολή, παιδευτήρειον, παιδαγωγεῖον schola որ եւ ԱՇԱԿԵՐՏԱՐԱՆ. Վարդապետարան. դպրոց. դպրատուն. ... *Վերակարգելով ʼի նմա եւս աշակերտանոցս. Յհ. կթ.: *Ոչ արժանի համարէր զյամելն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παιδαγωγείου — παιδαγωγεί̱ου , παιδαγωγεῖον room in a school house in which the neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)