-
1 детский
детский παιδικός βρεφι κός \детский сад о παιδικός σταθ μός \детский дом το ορφανοτρο φείο \детский врач о παιδίατρος* * *παιδικός; βρεφικόςде́тский сад — ο παιδικός σταθμός
де́тский дом — το ορφανοτροφείο
де́тский врач — ο παιδίατρος
-
2 педиатр
-
3 врач-педиатр
ο (γ)ιατρός παιδίατρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > врач-педиатр
-
4 педиатр
мед. ο/η παιδίατροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > педиатр
-
5 детекция
детекцияприл !. (относящийся к детям) παιδικός / βρεφικός (младенческий):\детекцияие ясли ὁ βρεφικός σταθμός· \детекция сад ὁ παιδικός κήπος· \детекция дом -ό παιδικό ἄσυ-λο, τό ὁρφανοτροφείο· \детекция врач ὁ παιδίατρος·2. перен (ребяческий) παιδιάστικος, παιδαριώδης, παιδιακήσιος:\детекцияие рассуждения ὁΐ -Μδιάστικοι συλλογισμοί· \детекция почерк ὁ -αιδιακήσιος γραφικός χαρακτήρας· ◊ \детекцияое место анат. ὁ πλα-κοῦς, τό ὕστερο[ν], -
6 педиатр
педиатрм ὁ παιδίατρος. -
7 педиатр
-а α.παιδίατρος.
См. также в других словарях:
παιδίατρος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στην παιδιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ιατρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
παιδίατρος, ο — η γιατρός που ασχολείται με τις παιδικές μόνον αρρώστιες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
λογοπαιδευτής — ο ειδικός επιστήμονας, παιδίατρος ή ψυχολόγος, που χρησιμοποιεί ειδικά θεραπευτικά μέσα για να εδραιώσει ή να αποκαταστήσει τη φυσιολογική προφορά σε παιδιά ή νέους που παρουσιάζουν ψυχικά ή αισθησιοκινητικά προβλήματα λόγου … Dictionary of Greek
νεογνολόγος — ο, η παιδίατρος ειδικευμένος στη νεογνολογία … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
Γκάιντουσεκ, Κάρλτον — (Carleton Gajdusek, Νέα Υόρκη 1923 –). Αμερικανός παιδίατρος, νευρολόγος και ιολόγος, σλοβακικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ και στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Καλτέκ. Πραγματοποίησε εργαστηριακές έρευνες στο ινστιτούτο… … Dictionary of Greek
Ματσανιώτης, Νικόλαος — (Κιάτο Κορινθίας 1925 –). Παιδίατρος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Φοίτησε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας (1955) και ειδικεύτηκε στην παιδιατρική, ενώ αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια… … Dictionary of Greek