Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παιδάρια

См. также в других словарях:

  • παιδάρια — παιδάριον little boy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδάρι' — παιδάρια , παιδάριον little boy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CATOMIDIARI — apud Ael. Spartian. in Hadriano, c. 18. Decoctores bonorum suorum, si suae auctoritatis essent, catomidiari in Amphitheatro iussit et dimitti: Ita enim veteres editiones omnes habent, cum recentiores secutus Casaubonus catamidiari legat, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SORTES — Oracula dicebantur. Ciceto de Divin. l. 1. c. 6. Quae est autem gens, quae Civitas, quae non aut extis pecudum, aut monstra, aut fulgura interpretantium, aut Augurum, aut Astrlogorum, aut Sortium, (ea enim fere Artis sunt) praedictione, moneatur? …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παιδαριήματα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παιδάρια». [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδάριον (πρβλ. εριφιήματα, καρυήματα)] …   Dictionary of Greek

  • συγκομίζω — ΝΜΑ 1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και τό μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή τού θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω,… …   Dictionary of Greek

  • υπογενειάζω — Α 1. ικετεύω κάποιον αγγίζοντας τα γένεια του («ὑπογενειάζων λιτανεύων ἀπὸ τοῡ γενείου ἁπτόμενος», Ησύχ.) 2. χαΐδεύω τα γένεια κάποιου, τόν χαϊδεύω στο πιγούνι («ὑπογενειάζουσα τὰ παιδάρια», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γενειάζω «βγάζω… …   Dictionary of Greek

  • Αρβαλόπουλος, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από την Τρίπολη, πιστός στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Όταν ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε, έστειλε στις επαρχίες της Τρίπολης πληρεξούσιο τον Α., μαζί με τους Νικολάκη Μούτζο και Χρήστο Αλεξανδρόπουλο, για να στρατολογήσουν… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՆԿՏԻ — (տւոյ, տեաւ, տեամբք.) NBH 2 0206 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. Յոքնականն Մանուկ բառիդ. այսինքն Մանկունք. որպէս տղայք, պատանիք, երիտասարդք. ծառայք. παιδάρια, παιδιά, παῖδες, νεανίσκοι pueruli, pueri, iuvenes, servi. տղաք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»