-
81 пылкость
-и θ.φλόγα, φλογερότητα, θέρμη, πάθος. -
82 пьянеть
-ею, -еешьρ.δ. μεθώ•он пьт, а не -еет αυτός πίνει, όμως δε μεθά..
μτφ. κατέχομαι από πάθος•она -еет от любви αυτή μεθά από αγάπη•
пьянеть от музыки μεθώ από τη μουσική•
пьянеть от радости μεθώ από χαρά.
-
83 пьяный
επ.1. μεθυσμένος, πιομένος, σουρωμένος, τραβηγμένος.ουσ. μέθυσος, μεθύατάκας.2. μεθυστικός, του μεθυσμένου•-ые крики οι φωνές (κραυγές) του μεθυσμένου.
|| που επιφέρει μέθη•-ое вино μεθυστικό κρασί.
3. μτφ. κατεχόμενος από πάθος•он был пьян любовью ήταν μεθυσμένος από αγάπη•
она пьяна от радости αυτή είναι μεθυσμένη από χαρά.
εκφρ.с -ых глаз; под -ую руку, по -ой лавочке; по -ому делу – στη μέθη, όντας μεθυσμένος. -
84 разбудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбуженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. ξυπνώ, αφυπνίζω.2. μτφ. αναζωογονώ λήθαργο αίσθημα, πάθος. -
85 распалить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распаленный, βρ: • -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.1. (απλ..)• ανάβω•распалить костр ανάβω φωτιά.
2. πυρακτώνω, διαπυρώνω.3. μτφ..(για αίσθημα, επιθυμία, πάθος)• εξάπτω, παροξύνω, παροργίζω.1. πυρακτώνομαι,2. μτφ. εξάπτομαι, παροργίζομαι• εξοργίζομαι. -
86 рвение
-я ουδ.ένθερμος ζήλος• πάθος. -
87 ретиво
επίρ.με ζήλο, με καρδιά με πάθος. -
88 слабость
-и θ.1. αδυναμία•слабость зрения αδυναμία όρασης•
слабость мамяти αδυναμία μνήμης•
общэя слабость организма γενική εξασθένιση του οργανισμού.
2. ισχυρό πάθος• μεράκι. || έλξη, τράβηγμα, ελκυστικότητα, συμπάθεια. || άσχημη, κακή συνήθεια ή κλίση. -
89 слабый
επ., βρ: слаб, -а, -о.1. αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής•слабый удар αδύνατο χτύπημα•
слабый голос αδύνατη φωνή•
-ая память αδύνατη μνήμη;•
слабый ветер ασθενής άνεμος•
-ое государство ανίσχυρο κράτος.
2. ασθενικός•-ые л-гкие αδύνατα πνευμόνια•
слабый ребнок αδύνατο παιδάκι.
|| αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλημένος• άτονος.3. μη ισχυρός•-ая воля αδύνατη βούληση.
|| ελαφρός•слабый табак ελαφρός καπνός•
-ое вино ελαφρό κρασί.
4. μικρός, ασήμαντος• ανεπαρκής•-ые способности μικρές ικανότητες•
-ая надежда μικρή ελπίδα•
-ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία•
-ые доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις•
слабый писатель αδύνατος συγγραφέας.
5. που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι• μερακλής•он слаб на вино αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: он слаб до баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυναίκες.
6. μικρής ισχύος, μικρός•слабый мотор μικρό μοτέρ•
-ые токи ηλεκτρικά ρεύματα χαμηλής τάσης.
εκφρ.- ая сторона – η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο•- ая струна – η αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)•слабый на язык – αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος. -
90 страстишка
-и θ.πάθος (με κακή σημασία). -
91 страстно
επίρ. με πάθος, παράφορα, εμμα-νώς κλπ. επ. -
92 страстность
-и θ.το πάθος• μανία• παράφορα• περιπάθεια. -
93 страстный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.με πάθος, παθητικός, εμπαθής. || ένθερμος, φλογερός. || μανιώδης•страстный игрок μανιώδης παίκτης•
страстный охотник μανιώδης κυνηγός.
|| περιπαθής, εμμανής•страстный любовник ερωτομανής.
-
94 туманить
ρ.δ.μ.1. ανταριάζω, σκοτεινιάζω.2. θολώνω, θαμπώνω•слёзы -ят глаза τα δάκρυα θαμπώνουν τα μάτια.
|| συγχύζω, μπερδεύω, συσκοτίζω•вино -ит голову το κρασίθολώνει το κεφάλι (το μυαλό)•
страсть туманитьит рассудок το πάθος θολώνει το λογικό.
1. ανταριάζω, καλύπτομαι από ομίχλη. || θαμποφαίνομαι.2. θαμπώνω, -ομαι, θολώνω, -ομαι•взор -ится το βλέμμα θαμπώνει.
|| μτφ. συγχύζομαι, μπερδεύομαι, συσκοτίζομαι•-ится моя мысль συσκοτίζεται η σκέψη μου•
его голова -лась το κεφάλι του (το μυαλότου) θόλωσε.
-
95 упрыгать
ρ.σ. πηδώ μακριά• απομακρύνομαι πηδώντας.1. κουράζομαι από το πολύ πήδημα.2. ειρν. μτφ. κουράζομαι από τον μεγάλο ζήλο ή πάθος. -
96 эрос
-а α.(γραπ. λόγος) έρως, έρωτας, αγάπη• πάθος. -
97 ярость
-и θ.1. σφοδρή οργή, μανία, λύσσα.2. ορμητικότητα ισχυρή.εκφρ.с -ью – με μανία, μανιασμένα• με πάθος. -
98 ярый
См. также в других словарях:
Πάθος — (pathos) (греч.) страсть, страдание; состояние, свойство. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
πάθος — that which happens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
πάθος — το γεν. ους, πληθ. τα πάθη και πάθια 1. αρρώστια, νόσημα σωματικό. 2. περιπέτεια, βάσανο, μαρτύριο: Υπόφερε του Χριστού τα πάθη. 3. ζωηρό συναίσθημα, ορμή, μίσος κτλ.: Μισεί με πάθος τους ψεύτες. 4. ζωηρή τάση, επιθυμία για κάτι: Έχει πάθος με τη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παθός — ο ού, αυτός που έπαθε κάτι και ξέρει για το λόγο αυτό: Ο παθός είναι μαθός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάθει — πάθος that which happens neut nom/voc/acc dual (attic epic) πάθεϊ , πάθος that which happens neut dat sg (epic ionic) πάθος that which happens neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… … Dictionary of Greek
παθοῖν — πάθος that which happens neut gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθέεσσι — πάθος that which happens neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)