Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

παθος

  • 61 зазноба

    θ. (διαλκ. κ. δημοτ. ποίηση)
    1. πάθος ερωτικό.
    2. ερωμένος, εραστής.

    Большой русско-греческий словарь > зазноба

  • 62 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 63 зуб

    -а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.
    1. δόντι•

    коренной зуб ο τραπεζίτης•

    молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•

    глазевые -ы οι κυνόνοντες•

    зуб мудрости ο φρονιμίτης•

    вставные -ы τα βαλτά δόντια•

    -ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•

    -ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).

    2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•

    зубья! пилы δόντια του πριονιού.

    εκφρ.
    зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•
    зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•
    - ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•
    - ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•
    глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•
    вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•
    вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•
    иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•
    -ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•
    ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•
    показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•
    стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•
    - ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•
    точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•
    чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•
    навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•
    не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•
    ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•
    сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > зуб

  • 64 кипеть

    -плю, -пишь
    ρ.δ.
    1. βράζω, κοχλά ζω•

    вода в чайнике -ит το νερό στο τσαερό βράζει•

    кипеть медленно σιγοβράζω.

    || αφρίζω, φουσκώνω (για μπύρα, κρασί κ.τ.τ.).
    2. μτφ. αφθονώ, είμαι γεμάτος, βρίθω•

    улицы -ли толпами народа οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αποπλήθη λαού.

    3. μτφ. κατέχομαι από σφοδρό αίσθημα, πάθος κ.τ.τ. кипеть гневом βράζω από θυμό•

    в нём -ит злоба μέσα του βράζει από κακία.

    || διεξάγομαι έντονα•

    бои -ли διεξάγονταν σφοδρές μάχες•

    работа -ит βράζει η δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > кипеть

  • 65 кипучий

    επ., βρ: -пуч, -а, -е.
    1. αφρώδης• αφρισμένος•

    кипучий поток αφρισμένος χείμαρος.

    2. μτφ. εντατικός, σφοδρός, ζωηρός•

    -ая деятельность μεγάλη δραστηριότητα.

    || θερμός, ορμητικός, με πάθος.

    Большой русско-греческий словарь > кипучий

  • 66 коллекционерство

    ουδ.
    συλλογή, μάζεμα, συγκέντρωση• πάθος για συλλογή.

    Большой русско-греческий словарь > коллекционерство

  • 67 кровь

    -и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ.θ.
    1. αίμα•

    венозная кровь φλεβικό αίμα•

    артериальная кровь αρτηριακό αίμα•

    переливание -и μετάγγιση αίματος•

    заражение -и μόλυνση του αίματος.

    || πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.
    2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.
    3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•

    гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.

    4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.
    5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•

    горячая кровь θερμόαιμος•

    холодная кровь ψύχραιμος.

    εκφρ.
    в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•
    узы -и – δεσμοί αίματος•
    кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•
    кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•
    кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•
    кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•
    кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•
    бросить (отворить, кидать) кровьπαλ. κάνω αφαίμαξη•
    лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•
    пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•
    портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•
    писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•
    смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•
    сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•
    кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•
    хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•
    изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.

    Большой русско-греческий словарь > кровь

  • 68 накипеть

    -пит ρ.σ.
    1. βγάζω αφρό, αφρίζω βράζω. || κατακαθίζω, επικάθομαι στα τοιχώματα (κατά το βράσιμο).
    2. μτφ. κατέχομαι α-πο σφοδρό πάθος, έχω οργασμό ή έξαψη•

    -ло в душе έβραζε μέσα του•

    он излил всё, что -ло у него на сердце ξέσπασε ό,τι είχε μέσα του.

    Большой русско-греческий словарь > накипеть

  • 69 неодолимый

    επ., βρ: -лим, -а, -о
    ανυπέρβλητος, ακαταγώνιστός, ακαταμάχητος, ακαταδάμαστος, ακατανίκητος•

    -ая сила ακατανίκητη δύναμη•

    -ая страсть ακατανίκητο πάθος•

    -враг ακαταμάχητος εχθρός.

    Большой русско-греческий словарь > неодолимый

  • 70 непреодолимый

    επ., βρ: -лим, -а, -о
    βλ. неодолимый• -ое препяствие ανυπέρβλητο εμπόδιο•

    -ая сила ανωτέρα βία•

    непреодолимый ая страсть ακατανίκητο πάθος.

    Большой русско-греческий словарь > непреодолимый

  • 71 огненный

    επ.
    1. πύρινος•

    -ые языки πύρινες γλώσσ.ες (φλόγες).

    2. μτφ. πυρόχρωμος•

    огненный горизонт πύρινος ορίζοντας (κόκκινος).

    3. μτφ. σπινθηρίζων λαμπυρίζων•

    огненный взор πύρινο βλέμμα•

    -ые глаза πύρινα μάτια.

    4. μτφ. φλογερός, καυστικός, καυτερός, θερμός•

    огненный поцелуй θερμό φιλί (όλο φωτιά).

    5. μτφ. γεμάτος πάθος, έξαρση.
    εκφρ.
    - ая речь – πύρινος λόγος•
    - ые слова – καυτερά λόγια•
    огненный бойπαλ. πυροβόλο όπλο κανόνι.

    Большой русско-греческий словарь > огненный

  • 72 одержимый

    επ., βρ: -жим, -а, -о
    κατεχόμενος, κυριευμένος, κατειλημμένος•

    одержимый страстью κυριευμένος από πάθος•

    одержимый страхом έμφοβος•

    одержимый бесом δαιμονισμένος.

    || αρρωστημένος, που προσβλήθηκε από ασθένεια. || θεριακλής. || με σημ. ουσ. μανιακός, παράφρονας.

    Большой русско-греческий словарь > одержимый

  • 73 палить

    -лю, -лишь, μτχ. ενστ. палящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. паленный, βρ: -лн, -лена, -лею
    ρ.δ.μ.
    1. καψαλίζω, τσουδίζω, τσου-λουφριζω.
    2. καίω, βάζω φωτιά, πυρπολώ. || καίω (για φωτισμό).
    3. βλάπτω, χαλνώ, καταστρέφω•

    утюг -ит бель το σίδερο καίει τα ρούχα.

    || (για τον ήλιο) θερμαίνω δυνατά, ψήνω.
    4. μτφ. (για αισθήματα, πάθος κ.τ.τ.)• βασανίζω, τυραννώ, κατατρύχω.
    -лю, -лишь
    ρ.δ. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω• τουφεκίζω•

    палить из пушек κανονιοβολώ•

    пали κ. пли παλ. (στρατ.) πυρ!

    Большой русско-греческий словарь > палить

  • 74 патетика

    θ.
    παθητικότητα, πάθος, μένος.

    Большой русско-греческий словарь > патетика

  • 75 патетический

    επ.
    παθητικός, γεμάτος πάθος.

    Большой русско-греческий словарь > патетический

  • 76 пена

    θ.
    αφρός•

    морская пена αφρός της θάλασσας•

    мыльная пена η σαπουνάδα•

    снять -у ξαφρίζω•

    пена изо рта у животных αφρός από το στόμα των ζώων•

    пена в бокале с шампанским αφρός στο ποτήρι με σαμπάνια.

    εκφρ.
    с -ой у рта – αφρίζοντας, με αφρούς στο στόμα (θερμώς, με πάθος).

    Большой русско-греческий словарь > пена

  • 77 пламенный

    επ., βρ: -менен, -менна, -менно.
    1. παλ. φλογώδης φλογοβόλος.
    2. μτφ. φλογερός, έντονος• ένθερμος, διακαής γεμάτος πάθος, ενθουσιασμό, έξαρση•

    -ое усердие ένθερμος ζήλος•

    пламенный патриот φλογερός πατριώτης•

    пламенный взгляд φλογερό βλέμμα•

    -ое желание διακαής πόθος•

    -ые стихи φλογεροί στίχοι.

    3. μτφ. θερμός, καυτερός, καυτός.
    4. κόκκινος, ερυθρός κοκκινοπορτοκαλής•

    пламенный закат κόκκινο ηλιοβασίλεμα.

    εκφρ.
    - ая печь – κάμινος φλογοβόλα θολωτή.

    Большой русско-греческий словарь > пламенный

  • 78 приверженность

    θ.
    αφοσίωση, προσήλωση, πίστη. || κλίση, ροπή, τάση• διάθεση έλξη πάθος.

    Большой русско-греческий словарь > приверженность

  • 79 придерживать

    ρ.δ.
    βλ. придержать.
    1. συγκρατιέμαι, κρατιέμαι λίγο, ελαφρά•

    придерживать за перила κρατιέμαι, λίγο απ ο τα κάγκελα.

    2. ακολουθώ, βαδίζω σύμφωνα με• κρατώ•

    придерживать твр-дых принципов ακολουθώ σταθερές αρχές.

    || έχω συνήθεια, κλίση, πάθος• μου-αρέσει, αγαπώ•

    он -ается рюмочки αυτός αγαπάει λίγο το πιοτί.

    Большой русско-греческий словарь > придерживать

  • 80 пыл

    -а (пылу), προθτ. о -е, в -у α. παλ.
    1. φωτιά, φλόγα•

    пирожки с -у πιροσκί καυτά (μόλις βγήκαν από τη φωτιά).

    2. μτφ. θέρμη, ζέση, φλόγα, πάθος, θεριακλίκι.
    εκφρ.
    в -у – στη φωτιά, στο άναμμα•
    в -у сражения (6итвы) – στο άναμμα (στο κορύφωμα) της μάχης.

    Большой русско-греческий словарь > пыл

См. также в других словарях:

  • Πάθος —         (pathos) (греч.) страсть, страдание; состояние, свойство. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • πάθος — that which happens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • πάθος — το γεν. ους, πληθ. τα πάθη και πάθια 1. αρρώστια, νόσημα σωματικό. 2. περιπέτεια, βάσανο, μαρτύριο: Υπόφερε του Χριστού τα πάθη. 3. ζωηρό συναίσθημα, ορμή, μίσος κτλ.: Μισεί με πάθος τους ψεύτες. 4. ζωηρή τάση, επιθυμία για κάτι: Έχει πάθος με τη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παθός — ο ού, αυτός που έπαθε κάτι και ξέρει για το λόγο αυτό: Ο παθός είναι μαθός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πάθει — πάθος that which happens neut nom/voc/acc dual (attic epic) πάθεϊ , πάθος that which happens neut dat sg (epic ionic) πάθος that which happens neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… …   Dictionary of Greek

  • παθοῖν — πάθος that which happens neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθέεσσι — πάθος that which happens neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»