-
1 παθιώταρ
παθιώταρ· συγγενοῦς, τελευταίου, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παθιώταρ
-
2 παώταρ
См. также в других словарях:
παθιώταρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «συγγενοῡς τελευταίου» … Dictionary of Greek
1 παθιώταρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παθιώταρ
2 παώταρ
παθιώταρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «συγγενοῡς τελευταίου» … Dictionary of Greek