Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παθητικός

См. также в других словарях:

  • παθητικός — capable of emotion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει …   Dictionary of Greek

  • παθητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δέχεται τις επιδράσεις άλλων χωρίς να μπορεί ή να θέλει να αντιδράσει: Δεν είναι σωστή η εκπαίδευση, όταν οι μαθητές δέχονται τη διδασκαλία παθητικά. 2. ο γεμάτος πάθος και συναίσθημα: Παθητικό τραγούδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νούς παθητικός —         (nus pathetikos) (греч.) ум, претерпевающий, пассивный. У Аристотеля ум, возникающий u погибающий вместе с телом. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… …   Философская энциклопедия

  • παθητικά — παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc pl παθητικά̱ , παθητικός capable of emotion fem nom/voc/acc dual παθητικά̱ , παθητικός capable of emotion fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικώτερον — παθητικός capable of emotion adverbial comp παθητικός capable of emotion masc acc comp sg παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικωτέραις — παθητικός capable of emotion fem dat comp pl παθητικωτέρᾱͅς , παθητικός capable of emotion fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικωτέρων — παθητικός capable of emotion fem gen comp pl παθητικός capable of emotion masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικῶν — παθητικός capable of emotion fem gen pl παθητικός capable of emotion masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικόν — παθητικός capable of emotion masc acc sg παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητικώτατα — παθητικός capable of emotion adverbial superl παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»