-
1 παθητικός
[патитикос] еж. пассивный, патетический, страстный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παθητικός
-
2 пассивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. αδρανής• παθητικός ανεπηρέαστος• απαθής•-ая борьба παθητικός αγώνας•
пассивный наблюдатель παθητικός παρατηρητής•
пассивный характер παθητικός χαρακτήρας•
-ое участие παθητική συμμετοχή.
2. (οικον.) παθητικός, που έχει παθητικό.3. (γραμμ.) παθητικός.εκφρ.- ое избирательное право – η εκλεζιμότητα. -
3 пассивный
-
4 страдательный
επ.1. παλ. δεινοπαθημένος, ταλαίπωρος, -ρημένος.2. (γραπ. λόγος) παθητικός, απαθής, αδιάφορος.3. (γραμμ.) παθητικός•страдательный залог παθητική διάθεση των ρημάτων.
-
5 РГБ
(радио-гидроакустический буй) о ραδιοϋδροακουστικός σημαντήραςпассивный - παθητικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > РГБ
-
6 пассивный
пасси́вн||ыйприл παθητικός / νωθρός (о человеке):\пассивныйое сопротивление ἡ παθητική ἀντίσταση· ◊ \пассивныйое избирательное право ἡ ἐκλεξιμότης. -
7 патетический
патетическийприл παθητικός. -
8 баланс
баланс 1-а α.1. ισορροπία, -όπιση.2. (οίκον.) ισοζύγιο, ισολογισμός•годовой баланс ετήσιος ισολογισμός•
составлять баланс φτιάχνω τον ισολογισμό.
εκφρ.активный баланс – ενεργητικός ισολογισμός•пассивный баланс – παθητικός ισολογισμός.баланс 2-а α. ξυλεία για χαρτί. -
9 патетический
επ.παθητικός, γεμάτος πάθος. -
10 страстный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.με πάθος, παθητικός, εμπαθής. || ένθερμος, φλογερός. || μανιώδης•страстный игрок μανιώδης παίκτης•
страстный охотник μανιώδης κυνηγός.
|| περιπαθής, εμμανής•страстный любовник ερωτομανής.
См. также в других словарях:
παθητικός — capable of emotion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει … Dictionary of Greek
παθητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δέχεται τις επιδράσεις άλλων χωρίς να μπορεί ή να θέλει να αντιδράσει: Δεν είναι σωστή η εκπαίδευση, όταν οι μαθητές δέχονται τη διδασκαλία παθητικά. 2. ο γεμάτος πάθος και συναίσθημα: Παθητικό τραγούδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νούς παθητικός — (nus pathetikos) (греч.) ум, претерпевающий, пассивный. У Аристотеля ум, возникающий u погибающий вместе с телом. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… … Философская энциклопедия
παθητικά — παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc pl παθητικά̱ , παθητικός capable of emotion fem nom/voc/acc dual παθητικά̱ , παθητικός capable of emotion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικώτερον — παθητικός capable of emotion adverbial comp παθητικός capable of emotion masc acc comp sg παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικωτέραις — παθητικός capable of emotion fem dat comp pl παθητικωτέρᾱͅς , παθητικός capable of emotion fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικωτέρων — παθητικός capable of emotion fem gen comp pl παθητικός capable of emotion masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικῶν — παθητικός capable of emotion fem gen pl παθητικός capable of emotion masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικόν — παθητικός capable of emotion masc acc sg παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικώτατα — παθητικός capable of emotion adverbial superl παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)