-
1 παγ-κρατής
παγ-κρατής, ές, allherrschend, allgewaltig; πῦρ, Pind. N. 4, 62; vgl. Soph. Phil. 974; ὦ παγκρατὲς Ζεῠ, Aesch. Spt. 237, wie Eum. 878 u. Soph. Phil. 675; u. so öfter von Göttern, Eur. Rhes. 321 Ar. Th. 317; auch ἕδραι, Aesch. Prom. 389; χρόνος, Soph. O. C. 615; ὕπνος, Ai. 680; Sp.; – ganz überwältigend, obsiegend, ὅπως ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, Aesch. Ag. 1632.
-
2 παγκρατής
παγ-κρατής, ές, allherrschend, allgewaltig; ganz überwältigend, obsiegend
См. также в других словарях:
θεοκρατής — θεοκρατής, ές (Α) αυτός που υπερισχύει με θεϊκή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ κρατής, παγ κρατής] … Dictionary of Greek
χειροκρατησία — ἡ, Α βίαιη σύλληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρατησία (< κρατής < κράτος), πρβλ. παγ κρατησία] … Dictionary of Greek