-
1 παγωμένος
[пагомэнос] επ. ледянящий, замораживающий, ледовитыйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παγωμένος
-
2 ледяной
ледяной παγωμένος* παγερός (тк. перен.)' \ледянойое поле το παγοδρόμιο* * *παγωμένος; παγερός (тк. перен.)ледяно́е по́ле — το παγοδρόμιο
-
3 Северный Ледовитый океан
-
4 ледовитый
ледовитыйприл παγωμένος:Ледовитый Океан ὁ Παγωμένος 'Ωκεανός. -
5 морозный
мороз||ныйприл παγωμένος, παγετώδης:\морозныйный воздух ὁ παγωμένος ἀέρας. -
6 ледовитый
επ.παγωμένος•северный ледовитый океан Βόρειος Παγωμένος ωκεανός.
-
7 замороженный
κατεψυγμένος, παγωκα-τεψυγμένος, παγωμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замороженный
-
8 океан
ο ωκεανόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > океан
-
9 заледеиерый
заледеиерыйприл1. (покрытый льдом) σκεπασμένος μέ πάγο·2. (застывший) παγωμένος, ξυλιασμένος. -
10 замороженный
заморо||женныйприч. и прил κατεψυγμένος, παγωμένος:\замороженныйженное мясо τό κατεψυγμένο κρέας. -
11 ледяной
ледян||о́йприл κατεψυγμένος, παγετώδης / παγωμένος (изо льда):\ледянойая вода τό παγωμένο νερό· \ледянойая сосулька τό κρύσταλλο· ◊ \ледянойым тоном μέ ψυχρότητα, μέ παγερό ὑφος. -
12 мерзлый
мерз||лыйприл παγωμένος. -
13 обледенелый
обледене||лыйприл κατεψυγμένος, παγωμένος. -
14 оледенерый
оледенерыйприл πηγμένος / παγωμένος (тж. перен). -
15 скованный
сков||анный1. прич. от сковывать· \скованныйанный льдами δεσμευμένος ἀπό τούς πάγους· \скованныйэнный морозом παγωμένος·2. прил (о движениях) παραλυμένος, δεσμευμένος. -
16 студеный
студеныйприл разг πολύ κρύος, παγωμένος. -
17 заледенелый
[ζαλιντινιέλυϊ] εκ. παγωμένος -
18 замороженный
[ζαμαρόζεννυϊ] επ. παγωμένος -
19 ледовитый
[λινταβίτυϊ] επ. παγωμένος -
20 ледяной
[λιντγιανόϊ] εκ. παγωμένος
См. также в других словарях:
παγωμένος — Επώνυμο δύο στρατιωτικών από την Κορώνη της Μεσσηνίας (Μιχαήλ και Νικόλαος), που έζησαν τον 16o αι. Ήταν αρχηγοί στρατιωτών, δηλ. στρατιωτικών σωμάτων που τα συγκροτούσαν Έλληνες πολεμιστές, οι οποίοι υπήρξαν πρόσφυγες στην Ιταλία και σε άλλες… … Dictionary of Greek
παγωμένος — η, ο βλ. παγώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παγωμένος, Ιωάννης — Κρητικός ζωγράφος του 14ου αι. Τοιχογραφίες του σώζονται σε διάφορες εκκλησίες της Κρήτης κυριότερες από τις οποίες είναι: Ο Άγιος Γεώργιος κοντά στους Κωμητάδες των Σφακίων (1314), η Παναγία κοντά στον Αλίκαμπο Αποκορώνου (1316), ο Άγιος… … Dictionary of Greek
Βόρειος Παγωμένος ωκεανός — Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
ακρύσταλλος — ον [κρύσταλλος] αυτός που δεν έχει κρυστάλλους, πάγο, ο μη παγωμένος … Dictionary of Greek
δύσνιφος — δύσνιφος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνια 2. παγωμένος, κατάψυχρος … Dictionary of Greek
εκψύχω — ἐκψύχω (AM) αρχ. μσν. 1. χάνω τις αισθήσεις, λιποθυμώ 2. πεθαίνω, ξεψυχώ αρχ. 1. κοντανασαίνω, ασθμαίνω 2. είμαι εντελώς παγωμένος, ψυχρός … Dictionary of Greek
επιψύχω — ἐπιψύχω (Α) 1. καθιστώ ψυχρό κάτι 2. παθ. ἐπιψύχομαι α) κρυώνω, αισθάνομαι κατόπιν παγωμένος β) κρυώνω ακόμη περισσότερο … Dictionary of Greek
ζακρυόεις — ζακρυόεις, εσσα, εν (Α) κρύος, κρυερός, παγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις* (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί *δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα* και το κρυόεις* (< κρύος*)] … Dictionary of Greek