-
1 παγοθραύστης
ο1) лом для колки льда; 2) см. παγοθραυστικό[ν] -
2 παγοθραύστης
[паготрафстис] ουσ. а. (морю) ледокол,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παγοθραύστης
-
3 παγοθραύστης
[паготрафстис] ουσ α (морю) ледокол. -
4 ледокол
ледокол м о παγοθραύστης* атомный \ледокол το ατομικό παγοθραυστικό* * *мο παγοθραύστηςа́томный ледоко́л — το ατομικό παγοθραυστικό
-
5 ледорез
1. (судно) το παγοθραυστικό (πλοίο) 2. (устройство для защиты мостового быка) о παγοθραύστης (κατασκευή προστασίας της γέφυρας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ледорез
-
6 ледоруб
ледо||ру́бм ὁ παγοθραύστης. -
7 ледолом
-а α.1. παγοθραύστης, παγοπροφυλακτήρας γεφυροίν.2. (διαλκ.) βλ. ледоход. -
8 ледоруб
-а α.παγοθραύστης (εργαλείο).
См. также в других словарях:
παγοθραύστης — ο 1. όργανο τοποθετημένο στην πρώρα ειδικού πλοίου, το οποίο χρησιμεύει στο σπάσιμο τών πάγων 2. συνεκδ. ειδικό πλοίο που φέρει στην πρώρα του όργανο κατάλληλο να σπάζει πάγους και να ανοίγει δρόμο ανάμεσα από τις παγωμένες επιφάνειες τών… … Dictionary of Greek
θραύστης — ὁ (Α θραύστης) νεοελλ. ο θραυστήρας αρχ. αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) κοκκοθραύστης νεοελλ. αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης,… … Dictionary of Greek
παγοθραυστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παγοθραύστη, ο κατάλληλος για το σπάσιμο τών πάγων 2. το ουδ. ως ουσ. το παγοθραυστικό ναυτ. πλοίο με ειδική κατασκευή και εξοπλισμό, το οποίο έχει προορισμό να σπάει τον πάγο που φράζει ένα θαλάσσιο… … Dictionary of Greek