-
1 παγκαταπυγων
-
2 παγκαταπύγων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκαταπύγων
-
3 παγκατάπυγον
παγκαταπύγωνutterly lewd: masc voc sg
См. также в других словарях:
παγκαταπύγων — παγκαταπύγων, ονος, ὁ ἡ, ουδ. παγκατάπυγον (Α) ασελγέστατος κίναιδος, αισχρότατος («ὦ παγκατάπυγον θἡμέτερον ἅπαν γένος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + καταπύγων] … Dictionary of Greek
παγκατάπυγον — παγκαταπύγων utterly lewd masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)