Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παγγενῆ

См. также в других словарях:

  • παγγενής — παγγενής, ές (Α) 1. ο κάθε είδους, παντοειδής 2. (η αιτ. ως επίρρ.) παγγενῆ με ολόκληρο το γένος ή με όλα τα γένη. επίρρ... παγγενῶς (Μ) με κάθε γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γενής (< γένος < γίγνομαι), με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • παγγενεί — και παγγενῆ (Α) επίρρ. με όλο το γένος ή με όλα τα γένη («ἐκριζωθήσεται παγγενεῑ», Επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγγενής + επιρρμ. κατάλ. εῖ (πρβλ. μηδαμ εί)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»