-
1 παγ-γενεί
-
2 παγ-γενής
-
3 παγγενεί
παγ-γενεί, Adv.A with one's whole race,π. τε καὶ πανδημεί Xanth.10
;ἐκριζωθήσεται π. IG3.1423
, 1424: written παγγενῆ in EM647.53, v.l. in Ael.NA17.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγενεί
См. также в других словарях:
παγγενής — παγγενής, ές (Α) 1. ο κάθε είδους, παντοειδής 2. (η αιτ. ως επίρρ.) παγγενῆ με ολόκληρο το γένος ή με όλα τα γένη. επίρρ... παγγενῶς (Μ) με κάθε γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γενής (< γένος < γίγνομαι), με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ (πρβλ … Dictionary of Greek
παγγενεί — και παγγενῆ (Α) επίρρ. με όλο το γένος ή με όλα τα γένη («ἐκριζωθήσεται παγγενεῑ», Επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγγενής + επιρρμ. κατάλ. εῖ (πρβλ. μηδαμ εί)] … Dictionary of Greek