-
1 παγίωνω
[-ώ (ο)] μετ.1) упрочивать, укреплять; стабилизировать;παγίωνω τη θέση μου — укреплять свои позиции;
η κατάσταση παγίωνεται — положение стабилизируется;
2) эк консолидировать -
2 παγιώνω
[пагионо] ρ упрочивать, укреплять.
См. также в других словарях:
παγιώνω — παγιώνω, παγίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παγιώνω — (ΑΜ παγιῶ, όω) [πάγιος] καθιστώ κάτι πάγιο, στερεό, σταθερό, στερεώνω νεοελλ. μτφ. καθορίζω σε σταθερά όρια («οι τιμές παγιώθηκαν».) αρχ. 1. επιβεβαιώνω 2. αποφασίζω … Dictionary of Greek
παγιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι σταθερό, σταθεροποιώ: Παγίωσα τη θέση μου πάνω στο θέμα των πιστώσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαναστερεώνω — (Μ ξαναστερεώνω) στερεώνω ξανά μσν. επανασυνάπτω, σταθεροποιώ και πάλι, παγιώνω … Dictionary of Greek
τσιμεντάρω — Ν [τσιμέντο] 1. επιστρώνω, φράζω ή ενώνω κάτι με τσιμέντο 2. μτφ. εδραιώνω, παγιώνω … Dictionary of Greek
παγίωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παγιώνω, η σταθεροποίηση: Παγίωση δανείων. – Παγίωση τελωνειακών τελών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)