Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παγίωνω

См. также в других словарях:

  • παγιώνω — παγιώνω, παγίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παγιώνω — (ΑΜ παγιῶ, όω) [πάγιος] καθιστώ κάτι πάγιο, στερεό, σταθερό, στερεώνω νεοελλ. μτφ. καθορίζω σε σταθερά όρια («οι τιμές παγιώθηκαν».) αρχ. 1. επιβεβαιώνω 2. αποφασίζω …   Dictionary of Greek

  • παγιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι σταθερό, σταθεροποιώ: Παγίωσα τη θέση μου πάνω στο θέμα των πιστώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαναστερεώνω — (Μ ξαναστερεώνω) στερεώνω ξανά μσν. επανασυνάπτω, σταθεροποιώ και πάλι, παγιώνω …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντάρω — Ν [τσιμέντο] 1. επιστρώνω, φράζω ή ενώνω κάτι με τσιμέντο 2. μτφ. εδραιώνω, παγιώνω …   Dictionary of Greek

  • παγίωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παγιώνω, η σταθεροποίηση: Παγίωση δανείων. – Παγίωση τελωνειακών τελών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»