-
1 πισσινος
-
2 πίσσινος
-
3 πίσσινος
πίσσινος, von Pech, daraus gemacht oder bestehend -
4 πίσσινος
A of or from pitch, pitched, κάδος π. Ar.Fr. 269, IG22.1648.27 (pl.); like pitch,δρόσος Luc. VH2.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίσσινος
-
5 πίσσινον
πίσσινοςof: masc acc sgπίσσινοςof: neut nom /voc /acc sg -
6 πίττινον
πίσσινοςof: masc acc sg (attic)πίσσινοςof: neut nom /voc /acc sg (attic) -
7 πιττίνη
πίσσινοςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 pissinus
pissinus, a, um (πίσσινος), aus Pech, oleum, Plin. 15, 31 u. 23, 96.
-
9 πισσήεις
-
10 πίττινος
πίττινος, πιττόω, πίττωσις, πιττωτός, att. statt πίσσινος, πισσόω u. s. w.
-
11 pissinus
pissinus, a, um (πίσσινος), aus Pech, oleum, Plin. 15, 31 u. 23, 96.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > pissinus
-
12 смоляной
επ.1. πίσσινος, της πίσσας•запах μυρουδιά πίσσας.
2. ρητινούχος• ρητινώδης.3. πισσωμένος, πισσαλειμμένος.4. (για μαλλιά) εβένινος, στιλπνόμαυρος. -
13 πίττινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίττινος
См. также в других словарях:
πίσσινος — και αττ. τ. πίττινος, ίνη, ον, Α [πίσσα] 1. ο φτιαγμένος από πίσσα ή αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα ή αυτός που έχει τη χροιά πίσσας 2. ο όμοιος με πίσσα («κατέσταζεν ἐξ αὐτοῡ δρόσος πιττίνη», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
πίσσινον — πίσσινος of masc acc sg πίσσινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίττινον — πίσσινος of masc acc sg (attic) πίσσινος of neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττίνη — πίσσινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίττινος — η, ον, Α (αττ. τ.) βλ. πίσσινος … Dictionary of Greek