Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πίπλω

См. также в других словарях:

  • πιπλῶ — πίμπλημι fill pres subj act 1st sg (attic epic doric) πίμπλημι fill pres imperat mp 2nd sg πίμπλημι fill pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πίμπλημι fill pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πίμπλημι fill pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»