Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πίνας

  • 1 πίνας

    πί̱νᾱς, πίνη
    fem acc pl
    πί̱νᾱς, πίνη
    fem gen sg (doric aeolic)
    πίνᾱς, πινάω
    to be dirty: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > πίνας

  • 2 πίνη

    πίνη [pron. full] [ῑ] (Antiph.194.15) and [full] πῖνα, ,
    A pinna, a long-shaped bivalve, with a silky beard or byssus, of which several species inhabit the Mediterranean, freq. mentioned as a delicacy in Com. Poets, e. g. Cratin.8, Philyll.13, cf. Arist.HA 528a24, 547b15, Isid.Char.20, Opp. H.2.187, Artem.2.14.
    II pearl, acc. pl.

    πίνας UPZ121.9

    (ii B. C.);

    πείνας POxy.1273.10

    (iii A. D.), cf. ἀληθινόπινος, πινώτιον, πινάριον.—Written with one ν, UPZl.c., POxy.l.c., and sts. in codd., cf. Cic. Fin.3.63, ND2.123, Plin.HN9.115, 142; πῖνα Hdn.Gr.2.570, Hsch., Choerob. in An.Ox.2.250; the spelling πινν- in this word and its derivatives is freq. in codd., but is not found in Inscrr. or Papyri.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίνη

См. также в других словарях:

  • πίνας — πί̱νᾱς , πίνη fem acc pl πί̱νᾱς , πίνη fem gen sg (doric aeolic) πίνᾱς , πινάω to be dirty imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσός — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»