-
1 πίνας
πί̱νᾱς, πίνηfem acc plπί̱νᾱς, πίνηfem gen sg (doric aeolic)πίνᾱς, πινάωto be dirty: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 πίνη
A pinna, a long-shaped bivalve, with a silky beard or byssus, of which several species inhabit the Mediterranean, freq. mentioned as a delicacy in Com. Poets, e. g. Cratin.8, Philyll.13, cf. Arist.HA 528a24, 547b15, Isid.Char.20, Opp. H.2.187, Artem.2.14.II pearl, acc. pl. (ii B. C.);πείνας POxy.1273.10
(iii A. D.), cf. ἀληθινόπινος, πινώτιον, πινάριον.—Written with one ν, UPZl.c., POxy.l.c., and sts. in codd., cf. Cic. Fin.3.63, ND2.123, Plin.HN9.115, 142; πῖνα Hdn.Gr.2.570, Hsch., Choerob. in An.Ox.2.250; the spelling πινν- in this word and its derivatives is freq. in codd., but is not found in Inscrr. or Papyri.
См. также в других словарях:
πίνας — πί̱νᾱς , πίνη fem acc pl πί̱νᾱς , πίνη fem gen sg (doric aeolic) πίνᾱς , πινάω to be dirty imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσός — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… … Dictionary of Greek
βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… … Dictionary of Greek
ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… … Dictionary of Greek