Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πίνακας

  • 81 журнал

    α.
    1. περιοδικό• επιθεώρηση• „Наука и жизнь" το περιοδικό „Επιστήμη και ζωή"• журнал мод περιοδικό μόδας (φιγουρίνι)•

    направление -а το χρώμα (τάση) του περιοδικού.

    2. κατάλογος, πίνακας, βιβλίο εγγραφής•

    школьный журнал ο σχολικός κατάλογος•

    судовой журнал ημερολόγιο πλοίου•

    - заседаний πρακτικό συνεδριάσεων. || πρωτόκολλο•

    журнал входящих πρωτόκολλο εισερχομένων (εγγράφων)•

    занести в -καταγράφω έγγραφο, πρωτοκολλώ.

    Большой русско-греческий словарь > журнал

  • 82 изображение

    ουδ.
    απεικόνιση, παράσταση εικόνα, πίνακας, ζωγραφιά•

    изображение действительности απεικόνιση της πραγματικότητας.

    || αντανάκλαση, αντικατοπτρισμός•

    изображение в зеркале το καθρέφτισμα.

    Большой русско-греческий словарь > изображение

  • 83 изобразить

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изображенный, βρ: жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. απεικονίζω, φανερώνω,, παρασταίνω, δείχνω•

    картина -ла закат солнца ο πίνακας απεικόνισε το ηλιοβασίλεμα.

    2. υποδύομαι•

    артист -ил хорошо тартюфа ο ηθοποιός παράστησε καλά τον Ταρτούφο.

    (για αισθήματα) εκδηλώνομαι, φανερώνομαι εκφράζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изобразить

  • 84 картина

    θ.
    1. πίνακας, εικόνα, ζωγραφιά, ταμπλό•

    -ы Рафаэля πίνακες του Ραφαήλ•

    книга с -ами εικονογραφημένο βιβλίο.

    2. αναπαράσταση με τη φαντασία• - прошлого εικόνα από το παρελθόν•

    -ы детства εικόνες από την παιδική ζωή.

    3. για κάτι όμορφο•

    это не дом, а - αυτό δεν είναι σπίτι, αλλά ζωγραφιά.

    || ζωντανή λογοτεχνική περιγραφή.
    4. ένα μέρος πράξης δραματικού έργου• σκηνή.
    5. κινηματογραφική ταινία.

    Большой русско-греческий словарь > картина

  • 85 классный

    επ.
    1. της τάξης•

    -ая доска πίνακας της τάξης•

    классный руководитель ο υπεύθυνος καθηγητής της τάξης.

    2. της κατηγορίας, του βαθμού. || υψηλού επιπέδου•

    -ая игра παιγνίδι των άσσων•

    классный удар ισχυρότατο σουτ.

    εκφρ.
    классный вагон – επιβατικό βαγόνι•
    - ая дамаπαλ. δασκάλα παρθεναγωγείου.

    Большой русско-греческий словарь > классный

  • 86 логарифмический

    επ.
    λογαριθμικός•

    -ая таблица λογαριθμικός πίνακας•

    -ая линейка ο λογαριθμικός κανόνας.

    Большой русско-греческий словарь > логарифмический

  • 87 лубок

    -бка α.
    1. βλ. луб.
    2. (ιατρ.) νάρθηκας•

    положить лубок βάζω νάρθηκα•

    положить в лубок ναρθηκίζω, συγκρατώ.

    3. χρωματολιθογραΙφία λαϊκή• πίνακας λαϊκός.

    Большой русско-греческий словарь > лубок

  • 88 лубочный

    επ., του σομφού ξύλου•

    -ая картина πίνακας από σομφό φλαμουριάς• χρωματολιθογραφία λαϊκή.

    || μτφ. παλαιός, ανεξέλικτος, καθυστερημένος.

    Большой русско-греческий словарь > лубочный

  • 89 масло

    ουδ.
    1. λάδι, έλαιο, λίπος• βούτυρο•

    растительное масло λάδι φυτικό•

    сливочное масло φρέσκο βούτυρο ή της φέτας•

    топлёное масло βούτυρο μαγειρικής ή λιωμένο•

    эфирное масло αιθέριο έλαιο•

    хлопковое масло βαμπακόλαδο, βαμβακέλαιο•

    льняное масло λινέλαιο, λιναρόλαδο•

    миндальное масло αμυγδαλέλαιο•

    машинное масло λάδι της μηχανής•

    смазочное масло μηχανέλαιο•

    минеральные -а ορυκτέλαια•

    сбивать масло χτυπώ το γάλα, βγάζω βούτυρο•

    коровье масло βούτυρο αγελάδας•

    завод растительных масел ελαιοτριβείο.

    2. χρώματα ελαιογραφίας. || πίνακας ζωγραφικής με ελαιοχρώματα.
    εκφρ.
    масло масляное – όχι κρασί με νερό, παρά νερό με κρασί (ταυτόσημο)•
    подёрнуться -ом – (για μάτια ή βλέμμα) γυαλίζω, λάμπω•
    как по -у – ομαλά, ήρεμα, απρόσκοπτα•
    как (будто) -ом по сердцу – που προκαλεί αγαλλίαση•
    ерунда (чепуха) на постном -е – αερολογίες, ανεμολογίες, κενολογίες, ασημαντολογίες•
    кашу -ом не испортишьπαρμ. το πολύ βίος μάτια δε βγάζει.

    Большой русско-греческий словарь > масло

  • 90 мемориальный

    επ.
    αναμνηστικός•

    -ая доска αναμνηστικός πίνακας.

    Большой русско-греческий словарь > мемориальный

  • 91 оглавление

    ουδ.
    πίνακας περιεχομένων, περιεχόμενα επικεφαλίδες.

    Большой русско-греческий словарь > оглавление

  • 92 пейзаж

    α.
    τοπίο• τοποθεσία• τοπιογραφία, πίνακας τοπίου.

    Большой русско-греческий словарь > пейзаж

  • 93 переклейка

    θ.
    1. μετακόλληση.
    2. πίνακας, μέρος επικόλλησης.

    Большой русско-греческий словарь > переклейка

  • 94 предметный

    επ.
    1. αντικειμενικός•

    предметный указатель πίνακας περιεχομένων•

    предметный смысл αντικειμενική έννοια (νόημα).

    2. υλικός, φυσικός. || εποπτικός• συγκεκριμένος.

    Большой русско-греческий словарь > предметный

  • 95 пульт

    α.
    1. αναλόγιο•

    дирижрский το αναλόγιο του μαέστρου.•

    2. (τεχ.) τραπέζι, πίνακας (διεύθυνσης της κίνησης).

    Большой русско-греческий словарь > пульт

  • 96 размер

    α.
    1. μέγεθος• μέτρο•

    картина большого -а πίνακας μεγάλου μεγέθους•

    костюм большого -а κοστούμι μεγάλου μεγέθους•

    размер туфлей μέτρο (νούμερο) παπουτσιών.

    || διάσταση•

    комната большого -а δωμάτιο μεγάλων διαστάσεων (μεγάλου εμβαδού).

    2. ανάπτυξη•

    национально-освободительное движение приняло широкие -ы το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πήρε μεγάλες διαστάσεις (έκταση).

    || κλίμακα•

    опыты в малом -е πειράματα σε μικρή κλίμακα.

    3. (φιλγ.) μέτρο•

    размер стихов το μέ-μέτρο των στίχων•

    ямбический размер ιαμβικό μέτρο.

    (μουσ.) μέτρο•

    вальсы и мазурки пишутся -ом в три четверти τα βαλς και οι μαζούρκες γράφονται σε μέτρο τρία τέταρτα (зд)-размеренность, -и θ.

    ρυθμικότητα, κανονικότητα, μέτρο.

    Большой русско-греческий словарь > размер

  • 97 регистр

    α.
    1. κατάλογος, κατάσταση, πίνακας κατάστιχο.
    2. (μουσ.) τόνος, φθόγγος βάση κλειδί, ρεγκίστρο.
    3. ρυθμιστής.

    Большой русско-греческий словарь > регистр

  • 98 сравнительный

    επ.
    1. συγκριτικός•

    сравнительный метод συγκριτική μέθοδος•

    -ая таблица συγκριτικός πίνακας•

    -ая грамматика συγκριτική γραμματική.

    2. ανάλογος, σχετικός.
    εκφρ.
    - ая степень – (γραμμ.) συγκριτικός βαθμός.

    Большой русско-греческий словарь > сравнительный

  • 99 табельный

    επ.
    του πίνακα, του κατάλογου•

    -ое имущество η πατά τον κατάλογο περιουσία•

    -ая доска πίνακας (επικόλλησης, ανάρτησης).

    Большой русско-греческий словарь > табельный

  • 100 табличка

    θ.
    μικρός πίνακας, κατάλογος. || πινακίδα.

    Большой русско-греческий словарь > табличка

См. также в других словарях:

  • πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… …   Dictionary of Greek

  • πίνακας — ο 1. ο μαυροπίνακας του σχολείου. 2. έργο ζωγραφικής. 3. κατάλογος ονομάτων: Πίνακας των προβιβαζόμενων μαθητών. 4. πινακίδα ανακοινώσεων. 5. πλάκα όπου υπάρχουν κουμπιά, χειριστήρια, όργανα: Πίνακας των οργάνων ελέγχου πτήσεως των αεροπλάνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… …   Dictionary of Greek

  • πινακάς — ὁ, Μ [πίναξ, ακος] αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πινάκια, πιάτα, ο πιατάς …   Dictionary of Greek

  • πίνακας — πίναξ board masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναδιαίος πίνακας — Ο δυαδικός πίνακας (μήτρα) ο οποίος είναι τετραγωνικός, διαγώνιος και όλα τα στοιχεία της διαγωνίου του είναι ίσα με την μονάδα και συμβολίζεται με 1, Ι ή Ε. Αν ο πίνακας αυτός είναι διαστάσεων n x n (ο n φυσικός) τα στοιχεία του ij δίνονται από… …   Dictionary of Greek

  • Νιννίου πίνακας — Τετράγωνος πήλινος πίνακας, με δύο παραστάδες και αέτωμα, που βρέθηκε το 1895 σπασμένος σε εννέα κομμάτια, στην αυλή του ιερού της Ελευσίνας. Στις τέσσερις άκρες του έχει ισάριθμες τρύπες, από τις οποίες κρεμόταν σε τοίχο. Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»