-
21 пульт
пультм1. τό ἀναλόγιο[ν]:дирижерский \пульт τό ἀναλόγιο τοῦ μαέστρου (или τοῦ διευθυντοῦ ὁρχήστρας)·2. тех. ὁ πίνακας [-αξ]:\пульт управления ὁ πίνακας αὐτομάτου διευθύνσεως. -
22 табель
табельм1. (расписание, список) ὁ πίνακας, ὁ πίναξ/ ὁ ἐλεγχος (успеваемости учеников):\табель о рангах ὁ πίναξ τῶν ἀξιωμάτων2. (для контроля тки на работу) ὁ πίνακας ἐλεγχου (доска)1 ἡ μάρκα, ὁ ἀριθμός ἐργάτη (жетон):снимать \табель ξεκρεμάω τήν μάρκα. -
23 указатель
указательм1. (знак, надпись и т. п.) ὁ δείκτης:дорожный \указатель ὁδικός δείκτης·2. (для справок) ὁ ὁδηγός (книга)/ ὁ πίνακας (в книге):алфавитный \указатель ὁ ἀλφαβητικός πίναξ· библнографический \указатель ὁ βιβλιογραφικός πίνακας· железнодорожный \указатель ὁ ὁδηγός σιδηροδρομικών συγκοινωνιών3. (прибор, стрелка) ὁ δείκτης. -
24 черный
черн||ыйприл β разн. знач. μαύρος, μέλας:\черныйая краска ἡ μαύρη μπογιά· \черныйые мысли οἱ μαύρες σκέψεις· \черныйые дни οἱ μαῦρες ἡμέρες· про \черный день γιά ὠρα ἀνάγκης· \черныйая неблагодарность ἡ μεγάλη ἀχαριστία· \черныйые силы οἱ μαύρες δυνάμεις· \черный ход ἡ πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ· \черныйая лестница ἡ σκάλα τής ὑπηρεσίας· \черныйая работа ἡ χονδρή δουλειά, ἡ χοντροδου-λειά· ◊ \черныйое дерево ὁ Εβενος, τό ἀμπα-νόζι· \черныйая биржа ἡ μαύρη ἀγορά· \черныйый глаз τό χακό μάτι· \черныйая доска ὁ μαύρος πίνακας· \черныйое золото τό κάρβουνο· \черныйая металлу́ргия ἡ σιδηρομεταλλουργία· \черныйая меланхолия ἡ μαύρη μελαγχολία· \черный хлеб τό μαῦρο ψωμί· \черныйая икра τό μαύρο χαβιάρι· \черный· ко́фе ὁ καφές· \черныйые списки ὁ μαύρος κατάλογος (или πίνακας)· \черныйые сотни οἱ μαῦρες ἐκατονταρχιες· держать кого-л. в \черныйом теле κακομεταχειρίζομαι κάποιον видеть все в \черныйом свете τά βλέπω ὅλα μαῦρα· называть белое \черныйым λέω τή μέρα νύχτα· между ними \черныйая кошка пробежала κάποιος τους μάτιαξε· \черныйым по белому (написано) καθαρά ξεκάθαρα γραμμένο. -
25 индекс
-а α.1. δείχτης, πίνακας περιεχομένων, κατάλογος•индекс выходящих книг πίνακας εκδιδομένων βιβλίων•
индекс производительности труда δείχτης της παραγωγικότητας της δουλειάς•
индекс цен δείχτης τιμών.
2. δείχτης μαθηματικός. -
26 табель
-я α. κ. παλ. табель-и θ.1. πίνακας• κατάσταση• κατάλογος. || ο σχολικός έλεγχος του μαθητή.2. πίνακας ελέγχου προσέλευσης εργατών στη δουλειά).εκφρ.- календарь – ημερολόγιο-ημεροδείκτης μηνιαίος. -
27 табло
ουδ. άκλ. πίνακας, ταμπλό•сигнальное, световое табло σηματοδοτικός φωτεινός πίνακας.
-
28 баррель
το βαρέλι (μέτρο χωρητικότητας) βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ (πίνακας 11).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баррель
-
29 ведомость
ο κατάλογοςο πίνακαςτο δελτίοη κατάστασητο μητρώοплатежная - см. расчётная -сводная - η αναφορά/έκθεση της οικονομικής κατάστασης- учёта времени затраченного на погрузку и выгрузку судна - см. тайм -шит ведомствоη διεύθυνση, η υπηρεσίαη αρχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ведомость
-
30 гидрограф
1. (график) το υδρογραφικό διάγραμμα/πίνακας 2. (специальность) о υδρογράφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидрограф
-
31 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
32 интерьер
1. (арх) η εσωτερική δια-ρύθμιση 2. (жив.) о πίνακας/η εικόνα που παριστάνει τον εσωτερικό χώρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерьер
-
33 картина
1. тех. η εικόνα, η παράσταση 2. (жив.) о πίνακας-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > картина
-
34 коробка
το κιβώτιο, το κυτίο, разг. το κουτίвводная эл. - εισόδουвходная - (центробежного вентилятора) - εισαγωγής (του φυγόκεντρου ανεμιστήρα)дверная - το πλαίσιο της πόρτας/θύραςкабельная эл. о πίνακας/το κιβώτιο καλωδίωνкингстонная мор. - θαλάσσηςклеммная эл. - επαφώνраспределительная эл. - διανομήςсоединительная - συνδέσεων, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коробка
-
35 коррелограмма
το διάγραμμα συσχετισμούο πίνακας συσχετισμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коррелограмма
-
36 матрица
1. (мащ., полигр.) η μάννα, η μήτρα, το καλούπι 2. мат. о ορθογώνιος πίνακας(των μαθηματικών στοιχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > матрица
-
37 мультстанок
кфт. о πίνακας εργασίας του κινηματογράφου κινούμενων σχεδίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мультстанок
-
38 нумератор
1. (тлф.) о πίνακας των ενδείξεων 2. (маркировочное устройство) το μηχάνημα/σύστημα της αρίθμησης/του μαρκαρίσματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нумератор
-
39 панель
1. (строительный элемент) το προκατασκευασμένο μέλος/στοιχείοсборная - стр. το προκατασκευασμένο τοίχωμα (του σκυροδέματος)2. (отделка нижней части стены) η μπορντούρα (του κάτω τμήματος του τοίχου) 3 (тротуар) το πεζοδρόμιο 4. эл. о πίνακας, το ταμπλώ (ξεν.) контрольная (тлф.) - ελέγχουламповая (рад.элн.) - των λυχνιών5. (авто) το πλαισιωμένο επίπεδο 6. (вентиляционная) οι περσίδες εξαερισμού (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > панель
-
40 планшет
1. (геод) ο πίνακας υποτύπωσης 2. (сумка) η τσάντα/θήκη για τους χάρτες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планшет
См. также в других словарях:
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο 1. ο μαυροπίνακας του σχολείου. 2. έργο ζωγραφικής. 3. κατάλογος ονομάτων: Πίνακας των προβιβαζόμενων μαθητών. 4. πινακίδα ανακοινώσεων. 5. πλάκα όπου υπάρχουν κουμπιά, χειριστήρια, όργανα: Πίνακας των οργάνων ελέγχου πτήσεως των αεροπλάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
πινακάς — ὁ, Μ [πίναξ, ακος] αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πινάκια, πιάτα, ο πιατάς … Dictionary of Greek
πίνακας — πίναξ board masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδιαίος πίνακας — Ο δυαδικός πίνακας (μήτρα) ο οποίος είναι τετραγωνικός, διαγώνιος και όλα τα στοιχεία της διαγωνίου του είναι ίσα με την μονάδα και συμβολίζεται με 1, Ι ή Ε. Αν ο πίνακας αυτός είναι διαστάσεων n x n (ο n φυσικός) τα στοιχεία του ij δίνονται από… … Dictionary of Greek
Νιννίου πίνακας — Τετράγωνος πήλινος πίνακας, με δύο παραστάδες και αέτωμα, που βρέθηκε το 1895 σπασμένος σε εννέα κομμάτια, στην αυλή του ιερού της Ελευσίνας. Στις τέσσερις άκρες του έχει ισάριθμες τρύπες, από τις οποίες κρεμόταν σε τοίχο. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek