-
1 πήχεος
πῆχυςforearm: masc gen sg (epic) -
2 πῆχυς
Aπήχεος Hp.Fract.2
, al., Hdt. 1.178, Pl.Alc.1.126d, Arist.Mir. 813a10, LXXEx.25.9, al., Plb.10.44.2, Ph.Bel.73.42, (v.l. - εος), PCair.Zen.484.10 (iii B.C.), πήχως (condemned by Phryn.222) corrected toπήχεος PCair.Zen.665.1
(iii B. C.) : gen. pl.πήχεων IG12.314.39
, 22.1673.15, PCair.Zen.353.10 (iii B. C.); later [var] contr.πηχῶν X.An.4.7.16
codd., Arist.Pol. 1302b37, PCair.Zen.54.4 (iii B. C.), PStrassb.85.20 (ii B. C.), Phld.Sign.2, Phryn.222, Moer.p.327 P.:— forearm, from wrist to elbow, Hp.Fract.2, 3, al., Poll.2.140 ; opp. βραχίων, Pl.Ti. 75a, X. Eq.12.5: in Poets, generally, arm, , cf. Od.17.38, 23.240 ; λευκὸν ἀντείνασα π. B.Fr.13.4, cf. E.Or. 1466 (lyr.) ; λαιὸν ἔπαιρε π. Id.Heracl. 728.2 Anat., ulna, Ruf.Onom.80, Gal.UP2.2, Sor.Fract.20.II centrepiece, which joined the two horns of the bow,τόν ῥ' [ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλὼν ἕλκεν νευρήν Od.21.419
;ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε Il.11.375
, 13.583.III in pl., horns of the lyre, opp. ζυγόν (the bridge), Hdt.4.192 ;πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Luc.DDeor.7.4
.2 also, = ζυγόν, crosspiece or bridge in which the horns were fitted, Artemo Hist.12.IV in the balance, beam, IG22.1013.32, Theol.Ar. 29.V as a measure of length, distance from the point of the elbow to that of the middle finger, = 6 παλασταί = 24 δάκτυλοι, Poll.2.158 ;π. μέτριος Hdt.1.178
; π. ἰδιωτικός, κοινός, Sch.Luc.Cat.16 ; but π. βασιλήϊος, = 27 δάκτυλοι, Hdt.1.178, 7.117 ;ὁ Αἰγύπτιος π. τυγχάνει ἴσος ἐὼν τῷ Σαμίῳ Id.2.168
, cf. Luc. l. c. ; for later measurements, Hero Deff.131, Geom.4.2,al.2 cubit-rule, as we say 'foot-rule', Ar. Ra. 799, Gal.1.47 ;π. ἀκαμπής AP6.204
(Leon.) ; as epith. of Nemesis, APl.4.223, 224.3 metaph. of any small amount (cf. πήχυιος), Ev.Matt.6.27 ; κατὰ πῆχυν little by little, Marin.Procl.26. -
3 εὖρος
-ους τό N 3 13-4-36-3-1=57 Ex 25,23; 26,2.8; 27,1.12breadth, width; δύο πήχεος τὸ εὖρος two cubits wide
См. также в других словарях:
πήχεος — πῆχυς forearm masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφυση — η (Α διάφυσις) 1. το τμήμα τών μακρών οστών ανάμεσα στα δύο άκρα («ἐκ τῆς διαφύσεως τῶν τοῡ πήχεος ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. βλάστηση αρχ. 1. διχοτόμηση, κατανομή 2. ρωγμή σε βράχο 3. αρμός ανάμεσα στον κορμό και στο κλαδί 4. διαχωριστική γραμμή 5.… … Dictionary of Greek
εξαπάλαιστος — ἑξαπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος έξι παλαμών («τοῡ δὲ πήχεος ἑξαπαλαίστου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *παλαιστος (< παλαστή «πλάτος τεσσάρων δακτύλων, παλάμη») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. τρι πάλαιστος)] … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek