-
1 πέτευρον
-
2 πέταυρον
-
3 αἰθαλόεις
αἰθαλόεις, εσσα, εν, 1) russig ( αἴϑαλος), Il. 18, 23 κόνιν αἰϑαλόεσσαν = 25 μέλαινα τέφρη, s. Aristonic. Scholl.; vgl. Od. 24, 316; μέγαρον Od. 22, 239, vgl. Il. 2, 415; ϑεός, d. i. Hephästus, Suid.; πέτευρον Theocr. 13, 13. – 2) feurig, κεραυνός Hes. Th. 72; φλὸξ αἰϑαλοῠσσα Aesch. Pr. 994; κεραύνιον πὖρ Eur. Phoen. 191; Sp. D.
-
4 ἀνα-στηλόω
ἀνα-στηλόω, eine Säule als Denkmal errichten, πέτευρον Lycophr. 883; εἰκόνα Plut. stoic. rep. 2.
См. также в других словарях:
πέτευρον — πέταυρον neut nom/voc/acc sg πέτευρον roosting perch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτευρον — τὸ, ΜΑ βλ. πέταυρο … Dictionary of Greek
πέταυρο — το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές νεοελλ. λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση μσν. αρχ. σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες 2.… … Dictionary of Greek
PETAURUM — Graece πέταυρον vel πέτευρον, tabula seu pertica parireti affixa, ad quam vespere Gallinae se volatu recipiunt, ut pernoctent. Inde pertica vel rota, ad quam Mechanici crurum lasciviâ culices imitati, saltu se subiciebant, propterea dicti… … Hofmann J. Lexicon universale
πέταυρος — (petaurus). Γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών, που αριθμεί διάφορα μικρά μαρσιποφόρα με κοινά χαρακτηριστικά. Το ρύγχος τους είναι οξύ και η ουρά τους δασύτριχη. Τα ζώα αυτά είναι νυχτόβια, ιθαγενή της Αυστραλίας και ζουν στα δέντρα. Σε μερικά είδη η … Dictionary of Greek
πεταυρίζω — ΝΑ και πετευρίζομαι Α [πέταυρον / πέτευρον] πηδώ ή χορεύω επάνω σε πέταυρο, κάνω ακροβατικές κινήσεις … Dictionary of Greek
πεταύριστη — η, Ν ζωολ. γένος ιπτάμενων σκίουρων τής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petaurista < λατ. petaurista «ακροβάτης» < πέταυρον /πέτευρον «σανίδα, επίμηκες ξύλο»] … Dictionary of Greek
πετεύριον — τὸ, Α [πέτευρον] μικρή πινακίδα, σημειωματάριο … Dictionary of Greek
πετεύρου — πέταυρον neut gen sg πέτευρον roosting perch neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεύρων — πέταυρον neut gen pl πέτευρον roosting perch neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεύρῳ — πέταυρον neut dat sg πέτευρον roosting perch neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)