-
1 πέσκος
-
2 πέσκος
πέσκοςskin: neut nom /voc /acc sg -
3 πέσκος
πέσκος, τό, -
4 πέσκος
Grammatical information: n.Meaning: `skind, rind' (Nic. Th. 549); πεσκέων δερμάτων H.; ἀ-πεσκής `without a cover, sheath' ( τόξα; S. Fr. 626; not quite certain).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Rhiming to μέσκος (s. v.); after Güntert Reimw. 145 f. through cross with πέκος; or with πέλμα a. cogn.? Not with Prellwitz l.c. from *πέκ-σκ-ος.Page in Frisk: 2,519Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέσκος
-
5 πέσκη
πέσκοςskin: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πέσκοςskin: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
6 πεσκέων
πέσκοςskin: neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
7 πέκος
-
8 ἀ-πεσκής
ἀ-πεσκής, ές (πέσκος), unbedeckt, Soph. frg. 552; τόξα, d. i. γυμνὰ ϑήκης, B. A. 422, wo ἀπέσκη steht.
-
9 ἀπεσκής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεσκής
-
10 μέσκος
Grammatical information: m?Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.Etymology: Oriental LW [loanword], cf. Aram. meškā, Assyr. mašku, OP maškā, MP, Arm. mašk `hide, skin, weak leather' etc. Lewy Fremdw. 131, Justi IFAnz. 17, 125. To this πέσκος (s. v.) through cross with πέκος (Güntert Reimwortbildungen 145 f.), which Latte reads instead for μέσκος.Page in Frisk: 2,213Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέσκος
См. также в других словарях:
πέσκος — skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέσκος — τὸ, Α 1. φλοιός 2. δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση… … Dictionary of Greek
πέσκη — πέσκος skin neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πέσκος skin neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσκέων — πέσκος skin neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
посконь — ж. мужская конопля (уже в Домостр. К. 53), укр. поскiнь, род. п. поскони, плоскiнь, блр. посконня ж., словен. ploskovnica, чеш. роskоnеk, poskonny, польск. рɫоskоn, др. польск. рɫоskоnеk (Рей). Праслав. *роskоnь в отдельных диал. превращалась в… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
απεσκής — ἀπεσκής, ές (Α) [πέσκος] ο δίχως δερμάτινο κάλυμμα ή θήκη … Dictionary of Greek
μέσκος — μέσκος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. meškā, ακαδ. mašku, αρχ. περσ. maškā «δέρμα, φλοιός»). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για… … Dictionary of Greek
πέκος — και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α 1. ο πόκος*, το ποκάρι, το σύνολο τού ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε… … Dictionary of Greek
πετσί — το / πετζίν, ΝΜ 1. δέρμα ανθρώπου ή ζώου, επιδερμίδα 2. κατεργασμένο δέρμα ζώου νεοελλ. φρ. α) «είναι πετσί και κόκαλο» είναι πάρα πολύ αδύνατος β) «τά γνωρίσαμε στο πετσί μας» έχουμε προσωπική, επώδυνη πείρα γ. «σηκώθηκε το πετσί μου» ένιωσα… … Dictionary of Greek